Η αδερφή μου, όταν απέβαλε για πρώτη φορά σε προχωρημένη εγκυμοσύνη, ήταν βαθιά λυπημένη. Αποφάσισε, λοιπόν, μαζί με τον σύντροφο της να επενδύσουν στη σχέση φροντίδας μ’ ένα ζώο και απέκτησαν τον Πλούτο. Αυτό το σκυλί τους έδωσε ελπίδα και χαρά: Οι βόλτες που έκαναν, νύχτα, στα Ψηλαλώνια οι τρεις τους...
Και μετά από λίγο καιρό ήρθε στη ζωή, ο γιος τους, ο Απόστολος Ιωακείμ.
Είμαι πεπεισμένος για τη θεραπευτική προσφορά των ζώων στις ζωές των ανθρώπων. Είμαι πεπεισμένος ότι ο Πλούτο έβγαλε από τη θλίψη την αδερφή μου. Πλούτος, ο Πλούτο.
Όταν, λοιπόν, ο πατέρας ανακοίνωσε τον θάνατο στον εξάχρονο γιο του, ο τελευταίος είπε τρεις φορές: «Πλάκα μού κάνετε». Δεν έκλαψε. Σιώπησε. Σαν άρνηση. Του εξηγήσαμε ότι οι άνθρωποι, όπως και τα ζώα συνήθως πεθαίνουν σε μεγάλη ηλικία: δηλαδή δεν χτυπάει η καρδιά τους, δεν τρώνε, δεν αναπνέουν, ούτε τους βλέπουμε πάλι, ωστόσο μιλάμε γι’ αυτούς, θυμόμαστε όλα όσα ζήσαμε μαζί τους, όλα όσα μας προσέφεραν. Και φυσικά το να νιώθουμε λύπη για την απώλεια είναι φυσιολογικό. Και τη μοιραζόμαστε γιατί έτσι ο πόνος βγαίνει έξω, απαλύνεται. Μας άκουγε, αλλά γρήγορα ήθελε να αλλάξουμε κουβέντα, άρχισε να ρωτάει αν στη Σύρο που θα πάει διακοπές έχει λούνα πάρκ... Μετά από λίγο, του γεννήθηκε η απορία πού είναι ο Πλούτο τώρα. Καθώς του μιλούσαν οι γονείς του για την ταφή, αγχωνόμουν μήπως τον φορτώναμε με πληροφορίες. Ωστόσο είχε αγωνία να δει το μέρος που θάψαμε το σκυλί που μεγάλωσαν μαζί.
Τον ρώτησα σήμερα πώς αισθάνεται: «Τρία πράγματα νιώθω: λίγη μοναξιά, θυμό, και λίγη στεναχώρια. Α, και λίγη χαρά για το βουναλάκι από πέτρες που φτιάξατε πάνω από το χώμα», αποκρίθηκε και κατ΄ευθείαν ρώτησε πόσο βαθιά στη γη σκάψαμε για να βάλουμε το νεκρό ζώο.
Θα του προτείνω, αύριο, Δεκαπενταύγουστο, να μαζέψουμε λουλούδια και αν θέλει να πάμε να τα βάλουμε πάνω από το βουναλάκι.