24/11/13

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΝΚΟΓΛΟΥ. «Δυσκολευόμαστε να χαρούμε με τη χαρά του άλλου»
































Τα παιδικά του χρόνια στον Έβρο, τα πρώτα χρήματα που έβγαλε από την οικοδομή σε ηλικία 14,5 χρόνων, η ξαφνική απόφαση να γίνει ηθοποιός, η τετράχρονη κόρη του, οι πρόβες με τη σύζυγό του, η ανάγκη να δοθεί χώρος στους νέους… Επικοινωνιακός και αυθόρμητος. Ειλικρινής και ευαίσθητος. Ο Γιάννης Στάνκογλου φαίνεται να μην είναι αυτό που δείχνει στους άγριους ρόλους που τον έχουμε συνηθίσει. Ξέρει πολύ καλά ότι δεν είναι αδυναμία να μιλάς και να παραδέχεσαι λάθη, φόβους και ανασφάλειες. Δραστήριος και διαρκώς έτοιμος για νέα βήματα που θα τον πάνε παραπέρα. «Τα μόνα πράγματα που έχουν αξία στη ζωή είναι αυτά που δημιουργούμε με τα δικά μας χέρια», λέει ο Αρθούρος Ρεμπώ και ο 39χρονος ηθοποιός συμφωνεί με τον ποιητή, ενώ ετοιμάζεται να τον υποδυθεί.

Ετοιμάζεσαι να ερμηνεύσεις τον ποιητή Αρθούρο Ρεμπώ στο μονόλογο «Είμαι ένας άλλος» του Μίκαελ Αζάρ, που ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Δύσκολη αναμέτρηση;
Είναι η πρώτη φορά που κάνω μονόλογο και απαιτείται τρομερή δουλειά, πρέπει να ξέρεις ακριβώς τι κάνεις, τι σκέφτεσαι, γιατί το κάνεις, τι ακολουθεί. Πρόκειται για ένα κείμενο εμπνευσμένο από τον Ρεμπώ που έχει γράψει ο Αζάρ και χρησιμοποιεί τη ζωή και το έργο του ποιητή, για να πει μια ιστορία. Μια ιστορία αναμέτρησης με τον θάνατο, τον Θεό, τους άλλους ανθρώπους και, στο τέλος, με τον ίδιο τον εαυτό.

Τι σου έχει κάνει περισσότερο εντύπωση, μελετώντας τη ζωή του Ρεμπώ;
Διαβάζοντας τη βιογραφία, καταλαβαίνω ότι είναι ένας άνθρωπος με φωτιά, δύναμη, πάθος. Κάθε πράξη του ήταν γεμάτη πείσμα και θράσος. Ήθελε να τα μάθει όλα, ήθελε συνέχεια να προχωράει. Οτιδήποτε σκεφτόταν ήταν σαν να τον τρόμαζε και έψαχνε διαρκώς να βρει το γιατί. Πήγαινε παρακάτω και γι’ αυτό ήταν διαρκώς σε εγρήγορση. Έξι χρονών ο πατέρας του τους παρατάει, η μητέρα του πολύ σκληρή… Αυτός είχε τάση και έφεση στη γνώση, ήταν άριστος μαθητής. Αγαπούσε τις ξένες γλώσσες, μπορούσε να μάθει μια γλώσσα μέσα σε τρεις μήνες και να συνεννοείται κανονικά. Στα 16 του έφυγε από το χωριό του και πήγε στο Παρίσι χωρίς λεφτά, χωρίς εισιτήριο και χωρίς διαβατήριο. Τον συνέλαβαν και έμεινε δύο εβδομάδες στη φυλακή. Μεγαλύτερη όμως εντύπωση μου έχει κάνει ότι έγραψε ουσιαστικά από τα 14 του ως τα 20 και έπειτα τα παράτησε όλα και πήγε στην Αφρική, ενώ όλη η Γαλλία και το Παρίσι μιλούσαν για αυτόν… Είναι η πιο καθαρή ροκ μορφή, σαν να γεννήθηκε το ροκ από τον Ρεμπώ. Με την ποίηση του και τις απόψεις του για την ελευθερία επηρέασε και ενέπνευσε καλλιτέχνες όπως οι Jim Morrison, Patti Smith, Jack Kerouac, John Lennon.



Την παράσταση αυτή σκηνοθετεί η σύζυγός σου, Αλίκη Δανέζη – Knutsen. Να φανταστώ ότι κάνετε πρόβες και στο σπίτι;
Όχι, δεν κάνουμε πρόβα στο σπίτι. Προσπαθούμε όσο τον δυνατόν περισσότερο να μην κουβαλάμε τη δουλειά μας στο σπίτι.


Έχω την αίσθηση ότι οι πρόβες σας πρέπει να είναι πολύ ήσυχες.
Ήσυχες; Δεν είναι καθόλου. Μου φωνάζει! Κάποιος άλλος σκηνοθέτης που δεν σε ξέρει είναι πιο ευγενικός μαζί σου. Η σύζυγός μου έχει την ευκολία και την άνεση να μου πει ότι κάτι το έκανα εντελώς χάλια. Με την Αλίκη πια επικοινωνούμε. Γνωριζόμαστε τόσα χρόνια μαζί και έχουμε δουλέψει σε πολλές δουλειές, οπότε καταλαβαίνει και αυτή τον τρόπο δουλειάς μου και εγώ το δικό της. Ξέρουμε καλά ότι, όταν δουλεύεις σε μια παράσταση, χρειάζεσαι τον χρόνο σου, χρειάζεσαι την καλή ενέργεια του άλλου. Θέλεις την αλήθεια, δεν θέλεις ντάντεμα. Να σου πουν ότι είναι καλό και να είναι όντως καλό.

Συμμετείχες πριν λίγο καιρό στην παράσταση - αφιέρωμα στη Μελίνα Μερκούρη με τίτλο «Μελίνα: όπου και να ταξιδέψω, η Ελλάδα...». Τι σου έμαθε αυτή η «συνάντηση» με την Μελίνα;
Η Μελίνα, εκτός από καλλιτέχνης, υπήρξε ένα πολιτικό πρόσωπο που δεν κάηκε, άφησε ένα σπουδαίο έργο πίσω της και κέρδισε την αποδοχή. Ήταν ένας δυναμικός χαρακτήρας και θα συνεχίσει να είναι αγαπητή στον κόσμο. Θα ήθελα πολύ να την είχα γνωρίσει: Να την έχεις δίπλα σου, να εμπνέεσαι, να βλέπεις το θράσος της, το θάρρος της και ότι δεν μάσαγε.

Εσύ δεν μασάς σε τίποτα;
Πώς δεν μασάω; Όλοι μασάμε. Νομίζω ότι έχω τα θέματα που έχουμε όλοι. Δηλαδή μην ξεκινήσω από τα πιο ουσιαστικά και ιδεολογικά πράγματα: το θέμα του θανάτου ή μην πάθει τίποτα κάποιο αγαπημένο μου πρόσωπο. Από εκεί και περά το θέμα της δουλειάς, η ανασφάλεια του τι θα κάνω την επόμενη φορά… Κάθε φορά που ολοκληρώνεται μια δουλειά, ο κατήφορος και η πτώση μέσα μου είναι μεγάλη, μέχρι να έρθει και να ξεκινήσει το νέο.

Έχει η εποχή αλλάξει το τοπίο;
Έχει αλλάξει το τοπίο πάρα πολύ. Βλέπεις ότι γύρω σου δεν υπάρχει ευτυχία. Βλέπεις ανθρώπους που δουλεύουν σαν τρελοί και είναι λίγο χαμένοι -και δεν βγάζω τον εαυτό μου απέξω- μέχρι ανθρώπους που δεν έχουν δουλειά και περνούν δύσκολα. Ούτε οι μεν μπορούν να χαρούν, ούτε οι δε. Οι μέρες που ζούμε είναι δύσκολες έως και επικίνδυνες. Δεν μπορούμε να σταματήσουμε να δουλεύουμε -αν έχουμε δουλειά. Δεν μπορούμε να σταματήσουμε να ζούμε, οφείλουμε να προσπαθούμε για το καλύτερο. Νομίζω ότι αυτό χρειάζεται να κάνουμε, να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας, όσο μπορούμε. Και όταν νιώσουμε καλά, να προσπαθήσουμε να «σηκώσουμε» και κάνα δυο που έχουμε δίπλα μας.

Η αλληλεγγύη, τελικά, είναι το trend της εποχής ή είναι μια «λύση» σε όλο αυτό που βιώνουμε;
Θεωρώ ότι τώρα υπάρχουν πολλοί λόγοι, για να είμαστε αλληλέγγυοι. Πρέπει να μάθουμε από τα λάθη μας, να μάθουμε ότι δεν είμαστε μόνοι μας σ’ αυτόν τον κόσμο, ότι μετά από εμάς θα έρθουν και άλλοι. Μπορούμε να προστατεύσουμε αυτόν τον κόσμο. Μπορούμε να προστατεύσουμε τους φίλους μας, τους ανθρώπους που αγαπάμε, τους γύρω μας.

Πώς το διδάσκεις όλο αυτό στην τετράχρονη κόρη σου;
Νομίζω με τη στάση μου, χωρίς να της το λέω δασκαλίστικα. Βλέποντάς με, πράττοντας με τη σχέση μου με τους φίλους μου, πράττοντας με τη σχέση μου με το περιβάλλον. Όταν χρειαστεί να της το κάνω πιο καθαρό ή όπου δεν θα το καταλάβει, θα της το εξηγήσω με λόγια. Αλλά νομίζω ότι οι πράξεις είναι αυτές που δείχνουν ποιοι πραγματικά είμαστε. Είναι αυτό που λέει ο Ρεμπώ ότι «οι σκέψεις και τα λόγια δεν έχουν σημασία, οι πράξεις είναι αυτό που πραγματικά είμαστε και πιθανόν ότι τα μονά πράγματα που έχουν αξία είναι αυτά που δημιουργήσαμε με τα δικά μας χέρια».

Εσύ το ξέρεις πολύ καλά αυτό, αφού από πολύ μικρή ηλικία δούλευες και ήσουν ανεξάρτητος.
14,5 πήγα οικοδομή. Δούλευε οικοδομή ο πατέρας μου και κάποια στιγμή με ρώτησε αν θέλω να πάω μαζί του για παρέα. Και είπα: «ναι». Και πήγα οικοδομή, έτσι για να δω, σαν να πηγαίνω μια εκδρομή. Άρχισα να βοηθάω και σιγά σιγά ο πατέρας μου είδε ότι τα καταφέρνω και μου είπε: «Θέλεις να έρχεσαι σαββατοκύριακα να κάνεις κανένα μεροκάματο»; Και μου κανόνισε και χρήματα. Έτσι, στα 17 μου κατάφερα να νοικιάσω το σπίτι μιας θείας μου -ένα μικρό δωμάτιο- και να μείνω, να έχω τον δικό μου χώρο. Έμαθα να δουλεύω, ψήθηκα, ήθελα να είμαι ανεξάρτητος, ήθελα να μην περιμένω από τον άλλον να μου δώσει λεφτά για να βγω.

Και στα 23 σου, αποφασίζεις να γίνεις ηθοποιός και να φοιτήσεις στη δραματική σχολή του Γιώργου Κιμούλη. Πώς προκύπτει αυτή η απόφαση;
Τέλειωσα το λύκειο, δεν έδωσα πανελλήνιες εξετάσεις, πήγα φαντάρος, επέστρεψα και συνέχισα να δουλεύω οικοδομή. Ήμουν με μια κοπέλα η όποια είχε δύο φίλους που μόλις είχαν τελειώσει δραματική σχολή και κάποια στιγμή ακούω αυτά τα παιδιά να μιλούν για όσα έκαναν στη σχολή και ενθουσιάστηκα, γοητεύτηκα από όλο αυτό. Μιλούσαν για τα θεατρικά παιχνίδια, τους αυτοσχεδιασμούς, που έμπλεκαν τον λόγο με την κίνηση. Πήρα μια αποζημίωση από την τότε δουλειά μου -και τότε ήταν καλή η αποζημίωση, κοντά στο ένα εκατομμύριο δραχμές- και στρώθηκα για έξι μήνες στο διάβασμα.

































Και άνοιξε ένας νέος κόσμος;
Ακριβώς. Είπα να πάω να δώσω, να δοκιμάσω. Έδωσα, πέρασα και δούλευα παράλληλα, για να βγάλω τη σχολή, σε μπαρ, σε εστιατόρια. Την έβγαλα και μετά έφυγα στην Ευρώπη. Γνώρισα τη γυναίκα μου και πήγαμε στην Αμερική, στη Νέα Υόρκη, για δύο χρόνια. Και εκεί δούλευα. Και θέατρο έκανα, και σερβιτόρος δούλευα, και πάντα θυμάμαι τον εαυτό μου να δουλεύει.

Αλήθεια, οι δικοί σου πώς αντιμετώπισαν το αναπάντεχο γεγονός της δραματικής;
Στην αρχή τούς ήρθε πολύ ξαφνικό, γιατί δεν ήξεραν ότι εγώ προετοιμαζόμουν να δώσω εξετάσεις. Και μια παιδική μου φίλη αποφάσισε να δώσει μαζί μου την τελευταία στιγμή και προετοιμάστηκε μέσα σε μια εβδομάδα και πέρασε και αυτή στη σχολή... Η φίλη μου συνάντησε τη μάνα μου, αφού είχαν βγει τα αποτελέσματα και είχαμε περάσει και ξέχασε η χαζή ότι δεν ξέρουν τίποτα και πάει και λέει στη μάνα μου: «Συγχαρητήρια ο γιος σας πέρασε!». «Πού πέρασε;», ρώτησε η μάνα μου και ευτυχώς το θυμήθηκε και το μάζεψε… Στην αρχή δεν το περίμεναν. Από μικρός, όμως, έκανα αυτό που ήθελα, ο κόσμος να χαλάσει. Οι γονείς μου το είχαν συνειδητοποιήσει και με άφησαν να κάνω αυτό που επιθυμούσα.

Σε τσαντίζει καθόλου που οι ρόλοι που σου δίνουν είναι αυτοί του σκληρού, του ζόρικου;
Από την τηλεόραση έχει προκύψει αυτή η άποψη. Την ώρα που έκανα τους σκληρούς ρόλους στη «Δεκάτη εντολή», στο θέατρο έκανα κάτι εντελώς διαφορετικό. Για παράδειγμα, στην παράσταση του Μαρμαρηνού φορούσα τακούνια.

Εξαιτίας αυτών των ρόλων, ο κόσμος που σε πλησιάζει σε φοβάται λίγο;
Είναι λίγο συγκρατημένοι.

Βλέπεις έναν φόβο.
Εντάξει, ναι. Όχι τώρα πια, παλιότερα.

Υπήρχε μια απόσταση. Δεν υπήρχε «είναι το φιλαράκι μου, πάω να του μιλήσω».
Ναι, αυτό.

Και έτσι επιτυγχάνεται και ένας σεβασμός.
Ναι. Με κάποιον τρόπο.

Αυτός ο χειμώνας θα είναι για σένα άκρως δημιουργικός.
Αρχικά συνεχίζουμε την παράσταση «Θησέας και Αριάδνη στο νησί των ταύρων» στο θέατρο Badminton και επίσης θα παίξω στην παράσταση «Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά», που έχει γράψει ο Λάμπρος Λιάβας σε σκηνοθεσία Σοφίας Σπυράτου στο θέατρο «Ροές» τον Γενάρη. Είναι δυο παράλληλοι μουσικοί μονόλογοι που αναφέρονται στη ζωή του Μάρκου Βαμβακάρη και του Μιχάλη Γενίτσαρη. Θα παίξω μαζί με τον Τάσο Νούσια. Επίσης τον Σεπτέμβριο παρουσιάστηκε στις «Νύχτες Πρεμιέρας» η ταινία «Illusion» του Σάββα Καρύδα που συμμετέχω και επίσης παίζω στην καινούρια ταινία του Πάνου Κούτρα, που θα λέγεται «Ξενία». Πρόκειται για την ιστορία δύο ανήλικων αδερφιών αλβανικής καταγωγής που διασχίζουν την Ελλάδα, αναζητώντας τον Έλληνα πατέρα τους που δεν έχουν γνωρίσει ποτέ. Εμφανίζομαι στα τελευταία 15 λεπτά της ταινίας, είμαι πολύ αλλαγμένος με μαύρα μούσια και μαύρα μαλλιά. Θα βγει τον Φλεβάρη στους κινηματογράφους.

Η ταινία μιλάει για το ρατσισμό. Η κρίση έκανε την ξενοφοβία πιο ισχυρή.
Ζούμε εποχές δύσκολες. Μιλάμε για έναν τόπο ο οποίος έχει μείνει πολύ πίσω στην παιδεία του. Αντί να επενδύσει όλα αυτά τα χρόνια στην παιδεία και τον πολιτισμό του, επένδυε στο ρουσφέτι. Ποτέ δεν είναι αργά, αλλά θέλει τρομερές αποφάσεις από τον οποιονδήποτε πολιτικό αναλάβει. Να κάνει μια στροφή και να δώσει χώρο στους νέους, στους μικρότερους. Γιατί, ας μην ξεχνάμε, τώρα έχει αρχίσει λίγο το πράγμα να αλλάζει. Πριν 10-20 χρόνια δεν έβλεπες νέους ανθρώπους να παίρνουν θέσεις που πραγματικά αξίζουν. Θέσεις υψηλές. Γιατί δεν είναι θέμα ηλικίας. Είναι θέμα μυαλού. Δεν θα αφήσεις αυτόν που είναι 60 - 70 χρονών να σκέφτεται για εσένα που είσαι 25. Ούτως ή άλλως είσαι πιο μπροστά από αυτόν. Ο άλλος έχει μία σοφία και μπορεί να σε βοηθήσει. Ελπίζω πολύ στη μικρότερη γενιά από έμενα. Η δική μου γενιά είναι αυτή που δεν έζησε πόλεμο, έζησε το Πολυτεχνείο, βίωσε τη φούσκα, η γενιά που τώρα κάνει οικογένεια, που δεν θα πάρει ποτέ σύνταξη… Επίσης εκείνο που παρατηρώ για τους Έλληνες είναι ότι δυσκολευόμαστε να χαρούμε με τη χαρά του άλλου. Για παράδειγμα, κερδίζει η ταινία του Αλέξανδρου Αβράνα και ο Θέμης Πάνου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας και κατ’ ευθείαν άρχισαν διάφορα αρνητικά σχόλια. Αφήστε αυτό το πράγμα! Γιατί πρέπει πάντα να υπάρχει αυτός ο διχασμός; Ο φθόνος!

Με το που συμβαίνει κάτι καλό στον διπλανό, κατ’ ευθείαν έρχεται η αρνητική σκέψη, η κακία.
Είναι στοιχείο του Έλληνα και αυτό μας έχει πάει πολύ πίσω: Να μην χαιρόμαστε με τη χαρά του άλλου.

Γιατί το έκανες εσύ και δεν το έκανα εγώ.
Να χαίρεσαι. Πήρε ο Θέμης Πάνου το βραβείο. Πρέπει να χαίρεσαι που ένας Έλληνας ηθοποιός πήρε το βραβείο πρώτου ανδρικού ρόλου στη Βενετία. Ό,τι αρνητικό μου πεις, θα σου απαντήσω: «ρε, άντε από εδώ πέρα»...


Λέω να τελειώσουμε με Ρεμπώ. Γράφει στο ποίημά του «Η βροχή που βρέχει για πάντα»: «Η ζωή έχει χώμα που μυρίζει άστρα/ έχει την/ ύλη αδιάφορη/στο ξεχασμένο κοχύλι/πάνω στις σπείρες που διαγράφεται το νέφος /η πόλη/ κι ο δρόμος». Τελικά τι είναι η ζωή και από τι αποτελείται;

Η ζωή είναι ένα δώρο μεγάλο. Έχει ευκολίες, έχει δυσκολίες, μερικά πράγματα μπορεί να σου βγουν, μερικά να μην. Είναι ένας παιδεμός. Η ζωή για έμενα είναι τα συναισθήματα, οι άνθρωποι που έχω γνωρίσει, οι άνθρωποι που αγαπώ, οι χαρές, η θάλασσα, είναι κάτι βράδια όμορφα με τραγούδι και χορό, είναι κάποια μεθύσια ωραία, η εφηβεία, το χωριό μου, το όποιο είναι πάνω στον Έβρο, το Θούριο. Εκεί μεγάλωσα, πήγαινα μέχρι τα δεκαέξι μου κάθε καλοκαίρι για τρεις μήνες. Έχω φίλους ακόμα, η γιαγιά μου ζει. Έχω μνήμες από τον τόπο μου, χώματα, λάσπες, ποδόσφαιρο στο χώμα, ομαδικό κρυφτό. Κρυφτό με δύο ομάδες των δέκα ατόμων: η μία ομάδα κρυβόταν σε κάποια καλή κρυψώνα και οι άλλοι δέκα τους έψαχναν σε όλο το χωριό. Και μπορεί να περνούσε όλη η νύχτα και να μην μας έβρισκαν και να γυρίζαμε στις έξι το πρωί στο σπίτι…




Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό TRIP #10 της εφημερίδας Πελοπόννησος 

Φωτογραφίες: Βασίλης Παπαϊωάννου


Δεν υπάρχουν σχόλια: