20/11/11

ΜΕΡΑ/ΝΥΧΤΑ #περιοδικό TRIP

Απρίλιος 2013
Φωτογραφίες: Βασίλης Παπαϊωάννου 



ΜΕΡΑ: Δώρα Ζαφειροπούλου, 30, οδηγός ταξί, ποιήτρια




 «Αριστείον μαύρης χλόης» είναι  τίτλος της πρώτης ποιητικής συλλογής (εκδ. Ροές) της Δώρας που σπούδασε Κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και δουλεύει ως οδηγός ταξί.

«’Eχω ανάγκη την ποίηση, οτιδήποτε και αν κάνω το συνοδεύει ο ρυθμός ενός ποιήματος, υπαρκτού ή ανύπαρκτου»… 

Την ενοχλεί που οι άνθρωποι διαβάζουν όλο και λιγότερο. «Το γεγονός αυτό δεν δίνει ούτε ευκαιρίες ούτε κουράγιο σ’ αυτούς που θέλουν να συνεχίσουν να γράψουν. Δεν ξέρω αν θα βγάλω άλλο βιβλίο πάντως σίγουρα η ποίηση θα με ακολουθεί. Είναι το καταφύγιο μου».

Και το ταξί πως μπήκε στη ζωή της; «Είναι οικογενειακή υπόθεση, είναι μια δουλειά που γνωρίζω από πάντα. Τα προβλήματά της, τις ομορφιές της, το κοινωνικό της εκτόπισμα και τις απαιτήσεις της. Ο πατέρας  μου θα συνταξιοδοτηθεί όπου να’ ναι και επειδή οι εποχές είναι δύσκολες με ελάχιστες θέσεις εργασίας, ανέλαβα την πρωινή βάρδια».  Νιώθει πικρία που δεν κάνει τη δουλειά που σπούδασε, όμως ξέρει να μην το βάζει κάτω. «Πρέπει να κάνεις ένα άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά. Αυτό είναι το δικό μου άλμα. Η γενιά μου σε σχέση με τις προηγούμενες έχει τα εχέγγυα να ξεπεράσει αυτή την κατάσταση ακόμα και αν της πάρει καιρό».

Ο κόσμος λόγω της κρίσης επιλέγει το ταξί για τις μετακινήσεις του; «Η κρίση έχει χτυπήσει τα πάντα και όχι μόνο ότι συνδέεται με χρήμα» απαντάει η Δώρα. Τα λιγότερα χρήματα που έχει κερδίσει μέσα σε μια βάρδια της είναι 4 ευρώ και τα περισσότερα 30, «καθαρά».

Λίγες φορές έχει δει πελάτες να μην την προτιμούν επειδή είναι γυναίκα οδηγός. «Από άντρες κυρίως συμβαίνει αυτό. Από τις γυναίκες πελάτισσες είμαι ικανοποιημένη, οι περισσότερες μου χαμογελούν με συμπάθεια και οι μεγαλύτερες σε ηλικία παινεύουν τη γενναιότητά μου σ’ αυτόν τον κλάδο».

Στο τέλος τη ρώτησα να μου πει ένα όνειρο της. Μου απάντησε με Σεφέρη «... τα μάτια των ανθρώπων όταν κοιτάζουν ίσια –πέρα χωρίς το φόβο στην καρδιά τους». 



ΝΥΧΤΑ: Ανέστης Καραφουλίδης, 20, barman

Δουλεύει νύχτα εδώ και ενάμισι στο όμορφο και διαφορετικό Steps (X-Naja) στις σκάλες Γεροκωστοπούλου. Δεν είναι πρώτη φορά που ξενυχτάει για βγάλει μεροκάματο. «Εργάστηκα νύχτα και κατά τη διάρκεια της τρίτης λυκείου σε μια αίθουσα δεξιώσεων. Ήθελα να έχω μια μικρή ανεξαρτησία, να έχω τα δικά μου λεφτά για τα τσιγάρα μου και τους καφέδες μου».

Του αρέσει να φτιάχνει ποτά και ν’ ακούει ιστορίες. Και με το φλερτ τι γίνεται; «Λίγο το αλκοόλ, λίγο η μουσική, λίγο το ωραίο κλίμα που επικρατεί στο μαγαζί βοηθούν για να ταυτιστεί η νύχτα με το φλερτ».

Μου εξηγεί ότι έφτυσε αίμα για να βρει αυτή τη δουλειά. «Δεν γίνεται να λες ότι δεν μπορείς να βρεις δουλειά αν δεν ψάξεις, δεν σημαίνει ότι ψάχνεις αν πάρεις δύο φορές εφημερίδα . Ψάξιμο σημαίνει να πας στα μαγαζιά ένα ένα και να ρωτάς αν θέλουν άτομο. Αυτός που δεν βρίσκει δουλειά, είναι αυτός που δεν ψάχνει», δηλώνει με σιγουριά.

 Ο Ανέστης είναι φοιτητής του Επιχειρηματικού σχεδιασμού και πληροφοριακών συστημάτων του ΤΕΙ Πάτρας και αν δεν εργαζόταν, δεν θα μπορούσε να συνεχίσει τις σπουδές του. «Τα οικονομικά των γονιών μου πάνε προς το χειρότερο. Εγώ εδώ στην Πάτρα ζω σα βασιλιάς σε σύγκριση με τους δικούς μου.  Ντρέπομαι να τους ζητήσω λεφτά, έχουν χρέη, δάνεια, λογαριασμούς». Πάντως διαφωνεί με όλους αυτούς που λένε ότι οι φοιτητές που δουλεύουν, αφήνουν τις σπουδές του πίσω. Ο ίδιος χρωστάει λίγα μαθήματα.

Τις νύχτες που δουλεύει είναι για πρόβες… Είναι μέλος της ομάδας θεάτρου του ΤΕΙ Πάτρας «Κομπάρσοι» και αυτήν περίοδο βρίσκονται σε πυρετώδεις πρόβες για τη νέα τους παράσταση «Ωδίνες τοκετού» που θ’ ανεβεί τον Ιούνιο στην Πάτρα

Θα ήταν παράλειψη να μην το ρώταγα για όσα γίνονται στο ΤΕΙ με το σχέδιο Αθηνά.  «Αντιδρούμε μέρα- νύχτα διότι καταστρατηγούνται τα επαγγελματικά μας δικαιώματα, το μέλλον μας, μας  στέλνουν αλλού να σπουδάσουμε  καταστρέφοντας τις τσέπες των γονιών μας. Αγωνιζόμαστε και δεν αστειευόμαστε, ίσως μας δώσουν τα ψίχουλα αλλά εμείς δεν θα τους πούμε ευχαριστώ, θα συνεχίσουμε».




Μάρτιος 2013
Φωτογραφίες: Γιάννης Κυλπάσης



ΜΕΡΑ. Μιχάλης Γραμματικόπουλος, 27, ψαροπώλης- κοινωνικός λειτουργός



Ξυπνάει στις 5.30 το πρωί και πηγαίνει στο ψαράδικο, Ζαΐμη και Ρήγα Φεραίου, ετοιμάζει τα ψάρια που έχουν αγοράσει από την Ιχθυόσκαλα και υποδέχεται τους πρώτους πελάτες. Κατά τις 9, αλλάζει ρούχα και κατευθύνεται στο Σύλλογο για την Ψυχική Υγεία- ΣΟΨΥ Πάτρας, για να εργαστεί ως κοινωνικός λειτουργός.

«Ο πάππους μου άνοιξε το ψαράδικο το 1967, έπειτα το ανέλαβε ο πατέρας μου και τα τελευταία 2,5 χρόνια ο αδερφός μου και εγώ». Ο κόσμος αγοράζει ψάρια; «Ο κόσμος, ενώ θέλει να τα εντάξει στη διατροφή του, δεν αγοράζει, διότι τα θεωρεί ακριβά. Πριν την κρίση, όλα ήταν διαφορετικά, η μέρα με τη νύχτα… Υπάρχει μερίδα του κόσμου που γκρινιάζει, δεν έχει λεφτά και ξεσπάει σε μας, θεωρεί ότι εμείς ευθυνόμαστε για τις ακριβές τιμές. Καταλαβαίνουμε απόλυτα τις αντιδράσεις αυτές. Για το λόγο αυτό, πολλές φορές πουλάμε όσο αγοράζουμε…». Από τα λόγια του, καταλαβαίνω ότι δύσκολα βγαίνει το μεροκάματο. «Υπάρχουν μέρες που δεν βγαίνει, αυτές είναι οι κακές στιγμές που μας στεναχωρούν».

Παρά την κρίση και την γκρίνια εκείνο που αγαπάει περισσότερο στη δουλειά του είναι η επικοινωνία με τον κόσμο. Ν’ ανταλλάσσει καλημέρες και να χαρίζει χαμόγελα. Εννοείται ότι δεν ντρέπεται που είναι ψαροπώλης. «Κάποιοι θεωρούν ότι είναι βρώμικη, υποτιμητική δουλειά. Δεν με νοιάζει», δηλώνει και μου υπενθυμίζει: «Εξάλλου, κάποιοι μαθητές του Χριστού ήταν ψαράδες».

Ο Μιχάλης στον ΣΟΨΥ Πάτρας άρχισε ως εθελοντής, επαγγελματική σχέση απέκτησε μέσα από το πρόγραμμα της Κοινωφελούς εργασίας. «Ο ΣΟΨΥ για μένα είναι η αγαλλίαση της ψυχής μου, έχω εισπράξει αγάπη και σεβασμό. Προσπαθώ όλα αυτά που παίρνω να τ’ ανταποδίδω στο μεγαλύτερο βαθμό. Τι σου έχουν μάθει οι άνθρωποι που αντιμετώπισαν ή αντιμετωπίζουν ψυχιατρική εμπειρία; «Κάθε μέρα μού διδάσκουν ότι στη ζωή τίποτα δεν σου χαρίζεται. Είναι δημιουργικοί και αγωνιστές, διεκδικούν διαρκώς δικαιώματα, επιθυμούν μια ζωή μακριά από προκαταλήψεις, ενώ αναζητούν ίσες ευκαιρίες για εργασία».

Μιλάει αργά, εκπέμπει ηρεμία και δείχνει ότι τον γεμίζουν και τα δύο επαγγέλματά του. Τον ρωτάω τι ονειρεύεται. «Να γίνουν καλύτερα τα πράγματα και να υπάρχουν δουλειές για τον κόσμο. Φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, διότι κοιτάγαμε τον εαυτό μας». Για σένα τι εύχεσαι; «Να δημιουργήσω οικογένεια με την κοπέλα μου».








 ΝΥΧΤΑΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΡΙΤΑΤΟΣ, 20, ιδιοκτήτης γραφείου τελετών







«Είναι οικογενειακή επιχείρηση, την είχε ο παππούς μου, μετά πέρασε στον πατέρα μου και τώρα την έχουμε αναλάβει ο θείος μου και εγώ. Είναι το πρώτο γραφείο τελετών που άνοιξε στην Πάτρα», εξηγεί ο 20χρονος Δημήτρης που τη μέρα σπουδάζει στο τμήμα Επιχειρηματικού Σχεδιασμού και Πληροφοριακών Συστημάτων του ΤΕΙ Πάτρας και τη νύχτα δουλεύει στο γραφείο τελετών στη Γερμανού 108.

«Ασχολούμαι εδώ και 3 χρόνια, περιμένω  τη νύχτα να χτυπήσει το τηλέφωνο και να προκύψει κηδεία. Αν υπάρχει ήδη κηδεία, κανονίζω όλα τα διαδικαστικά: στολισμός, στεφάνια, εκκλησία, έγγραφα. Είναι ένα μυστήριο και εμείς καλούμαστε να το οργανώσουμε».

Πόσο κοστίζει μια κηδεία; «Μπορεί να κοστίσει από 700 ευρώ και να φτάσει και 5.000 ευρώ. Αν ο άλλος ζητήσει χρυσά χερούλια ή λουλούδια από τις Μπαχάμες, είναι λογικό ότι το κόστος θ’ ανέβει». Οι φτωχοί και οι πλούσιοι φέρονται διαφορετικά στους νεκρούς; «Σίγουρα, υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν υπερβολές στις κηδείες, για ν’ αποδείξουν ότι έχουν λεφτά. Αντιμετωπίζουν την κηδεία σαν να είναι γάμος και στολίζουν τον νεκρό και την εκκλησία με την Άρτα και τα Γιάννενα».

Κουβεντιάζοντας μαζί του, καταλαβαίνω ότι είναι άνετος με το επάγγελμά του. «Είναι μια δουλειά που βγάζεις καλά χρήματα. Και εκτός αυτού, είναι τιμή ν’ ασχολείσαι με τον νεκρό, είναι σημαντικό να τον περιποιείσαι, να τον βάφεις, να τον πηγαίνεις στην εκκλησία, να τον κουβαλάς στο νεκροταφείο». Άρα, είσαι απόλυτα εξοικειωμένος με το θάνατο. «Όταν ήμουν 12 ετών, έχασα τον πατέρα μου και αυτό ήταν δύσκολο. Είχε τραβήξει πολλά με την υγεία του και καλύτερα που ξεκουράστηκε. Δεν τρομάζω, ούτε φοβάμαι το θάνατο».

Οι φίλοι του πάντως τον πειράζουν που κάνει αυτή τη δουλειά. «Ένας πολύ καλός μου φίλος μ’ έχει γράψει στο κινητό του “κοράκι” και γελάμε πολύ. Όμως, αν σε κάποιον δεν αρέσει το επάγγελμά μου, δεν μπορώ να τον υποχρεώσω να με κάνει παρέα».

Ο Δημήτρης ένα μόνο δεν αντέχει στη δουλειά του. Το λευκό φέρετρο, που σημαίνει ότι κάποιος νέος ή ανύπαντρος πέθανε. «Με τσακίζει αυτή η κηδεία -και ας μου είναι άγνωστος ο νεκρός», αναφέρει και συνεχίζει: «Ποτέ δεν έρχεται στο γραφείο τελετών κάποιος γονιός που έχασε το παιδί του. Μια μάνα δεν μπορεί ν’ αντεπεξέλθει στο θάνατο του παιδιού της, δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια της, είναι ο χειρότερος θάνατος. Γενικότερα όμως, οι άνθρωποι που έρχονται εδώ πονάνε, εμείς καλούμαστε να τους βοηθήσουμε. Έχω βρεθεί στη θέση τους και τους καταλαβαίνω… Αν δεν κάνεις λίγο τον ψυχολόγο, πάει να πει ότι δεν είσαι επαγγελματίας».

Στο τέλος τον ρωτάω τι είναι θάνατος. Η απάντησή του με φορτώνει με σιωπή. «Είναι ένας δρόμος προς κάτι διαφορετικό. Ο θάνατος δεν είναι κάτι κακό, σίγουρα είναι δύσκολο να χάσεις έναν δικό σου άνθρωπο, όμως για να συμβαίνει αυτό, υπάρχει κάποιος λόγος. Μπορεί κάπου άλλου να ταξιδεύουμε και να είναι πολύ καλύτερα. Για να φεύγουμε από τη ζωή, πάει να πει ότι δεν έπρεπε να βρισκόμαστε εδώ…».

                                                     


 Δεκέμβριος 2012

Φωτογραφίες: Βασίλης Παπαϊωάννου 

ΜΕΡΑ. Δημήτρης Αμπελάς, 25, λαχειοπώλης


































Θα τον βρεις στη Ρήγα Φεραίου, να χτυπάει την κουδούνα για να προσελκύσει ανθρώπους που θέλουν να δοκιμάσουν την τύχη τους. Ο Δημήτρης, παράλληλα με τα λαχεία, είναι φοιτητής Ηλεκτρολογίας στο ΤΕΙ Πάτρας. 4 χρόνια ασχολείται με το «άθλημα», δείχνει ευχαριστημένος και καταρρίπτει τον μύθο ότι το επάγγελμα αυτό το κάνουν μόνο ηλικιωμένοι άνδρες.


«3.160.000 ευρώ είναι τα περισσότερα χρήματα που έχει κερδίσει κάποιος από λαχείο που αγόρασε από μένα». Είσαι τυχερός, του λέω. «Αυτός που τα κέρδισε είναι τυχερός» με διορθώνει. Σου έδωσε κανά δωράκι από τα τόσα λεφτά που πήρε; «Όχι εξαφανίστηκε και καλά έκανε. Δε μ’ ένοιαζε να μου δώσει. Εγώ θέλω να κερδίζει ο κόσμος».

Τον ρωτάω που τα βρίσκει τα λαχεία και πως γίνεται όλη η διαδικασία… «Πηγαίνεις στον πράκτορα, σου δίνει λαχεία και εσύ τα πουλάς. Έπειτα πας στον πράκτορα και του δίνεις των 90% των χρημάτων από τα λαχεία που πούλησες». Απλά πράγματα… Μου εκμυστηρεύεται ότι το μεροκάματο ενός λαχειοπώλη είναι καλό ειδικά την περίοδο των γιορτών.


«Με τη δουλειά αυτή είσαι ανεξάρτητος να δουλέψεις όποτε και όσο θες. Δε μ’ αρέσει να έχω αφεντικά.. Επίσης, μου αρέσει που δουλεύω αναλογικά των πωλήσεων και όχι με στάνταρ μισθό», εξηγεί ενώ  οι φίλοι του αντιμετωπίζουν ευχάριστα το επάγγελμα του. «Γελάνε και αναρωτιούνται αν βγάζω χρήματα»…


Τον ρωτάω εάν κάποιος δικός του ασχολείται με τα λαχεία. «Κανένας. Είμαι ο μοναδικός. Όλη η  οικογένεια μου ασχολείται με τις κατασκευές… Οι γονείς μου με βοήθησαν να αγοράσω τα πρώτα μου λαχεία διότι όταν ξεκίνησα δεν είχα χρήματα να τα πάρω».


Τελευταία ερώτηση: Τελικά ποιο είναι το πραγματικό «λαχείο» στη ζωή; «Να καταφέρεις να βρεις το δρόμο που σου αρέσει και να κάνεις πραγματικότητα αυτά που έχεις βάλει στο μυαλό σου… Εγώ ένα πράγμα θέλω: Να βρω την πόλη που μ’ αρέσει στον πλανήτη και να μείνω σ’ αυτή».



ΝΥΧΤΑIsabela, 26, ιερόδουλη




Εργάζεται στο proSEXeto στην οδό Γλάυκου 118. Εκεί την συνάντησα, έκανε διάλειμμα για διηγηθεί λίγη από τη ζωή της. Μιλάει ελληνικά -έχει 5 χρόνια που πηγαινοέρχεται Ελλάδα- Ρουμανία… Η Isabela όταν θέλει να έρθει Ελλάδα, επικοινωνεί με τον οίκο ανοχής και αν υπάρχει θέση, έρχεται για δουλειά. Στη χώρα της είναι σερβιτόρα.

«Οι γονείς μου δεν ξέρουν τίποτα για τη δουλειά μου εδώ». Και αν το μάθουν; «Νομίζουν ότι δουλεύω σε ρεστοράν. Όμως, είμαι ελεύθερη  να κάνω ότι θέλω. Μόνο μια αδερφή μου το γνωρίζει. Είχε έρθει βόλτα στην Πάτρα και το κατάλαβε διότι έβλεπε τα πολλά λεφτά που έβγαζα. Το κατάλαβε, δεν είναι χαζή»…


Μπορεί να πάει και με 20 άντρες μέσα στο 8ώρο της. «Αντέχω γιατί γουστάρω αυτή τη δουλειά. Αν δεν μου άρεσε, θα ήμουν εδώ; Μ’ αρέσει που οι άντρες καυλώνουν μαζί μου. Μ’ αρέσει που βγάζω λεφτά. Εντάξει, έχει καλά λεφτά, αλλά παντού έχει κρίση. Με τα λεφτά που έχω βγάλει, αγόρασα σπίτι στην Ρουμανία… Είναι επάγγελμα αυτό που κάνουμε, δεν είναι κάτι πρόστυχο. Έχω δουλέψει και στην Γερμανία, εκεί  δεν θεωρείται άσχημη δουλειά» αναφέρει και το βλέμμα της πείθει.


Αγόρι έχεις; «Ναι, Ρουμανία είναι. Είμαστε μαζί 3 χρόνια. Δεν ξέρει ότι κάνω αυτή τη δουλειά. Ξέρει ότι δουλεύω στα μπαράκια με ποτά. Αποκλείεται να το μάθει. Πώς να το μάθει; Μόλις γυρνάω από τη δουλειά, πριν κοιμηθώ,  θα τον πάρω πάντα τηλέφωνο να δω εάν είναι καλά»


Τη ρωτάω εάν το sex που κάνει με τους πελάτες διαφέρει με το sex που κάνει με το αγόρι της. «Ε, ναι διαφέρει. Με τον δικό μου, κάνω έρωτα. Τους πελάτες δεν μπορώ να τους φιλάω στο στόμα».  Θα παντρευτείτε; «Ναι σίγουρα, άλλα όχι ακόμα, να μεγαλώσω λίγο»…



Oκτώβριος 2012

φωτογραφίες: Βασίλης Σπύρου

ΜΕΡΑ. Νίκος Μπαρτζελάς, 78, συλλέκτης και έμπορος παλαιών αντικείμενων































«Το να πετάς τα παλιά αντικείμενα είναι σα να πετάς μια παλιά φωτογραφία του παππού σου. Την πετάς και έπειτα μετανιώνεις», είναι το πράγμα που μου λέει κ. Νίκος, που κάθε πρωί πηγαίνει στο μαγαζί του στην οδό Κολοκοτρώνη 59. Κορνίζες, βιβλία, φωτιστικά, γκραβούρες, ντουλάπες, καρέκλες, βάζα, εικόνες και αλλά πολλά αντικείμενα μπορείς να βρεις εδώ! Αναρωτιέμαι πώς χωράνε τόσα πολλά μέσα σε λίγα τετραγωνικά. Όλα τακτοποιημένα, όλα ανήκουν σε άλλες δεκαετίες, σε πάνε αλλού…

Ο κ. Νίκος ξεκίνησε ως ταπετσέρης αλλά γρήγορα τον κέρδισαν οι αντίκες. «Παλιά υπήρχαν τα αρχοντόσπιτα στην Κορίνθου, όταν η Πάτρα άρχισε να στερεύει, πολλοί πωλούσαν τα έπιπλα τους τα όποια ήταν αριστουργήματα και εγώ πήγαινα και τα αγόραζα. Μου έφερναν και οι παλιατζήδες πράγματα που έβρισκαν στα σκουπίδια, τα μάζευα, τα ταξινομούσα σε μια αποθήκη που είχα και έρχονταν οι συλλέκτες την περίοδο του Καρναβαλιού και αγόραζαν. Στην αρχή μάζευα για τον εαυτό μου και στη συνέχεια το έκανα εμπόριο».

Το πιο παλιό αντικείμενο που έχει στο μαγαζί του είναι ένας καθρέφτης και μια συρταριέρα από το 1880 τα οποία φτάνουν πάνω από 2000 ευρώ το καθένα. «Τα παλιά αντικείμενα έχουν ψυχή, σου μιλάνε αρκεί να έχεις ευαισθησία. Κουβαλούν ιστορία και συναισθήματα», εξηγεί.

Πώς νιώθει όταν αποχωρίζεται ένα παλιό αντικείμενο; «Εάν δεν είναι καλός αυτός που το παίρνει, αν δεν το αγαπάει, λυπάμαι να του το δώσω, κατηγορώ το αντικείμενο και προσπαθώ να του πείσω να μην το πάρει. Και εκείνος το κατηγορεί έτσι ώστε να το πάρει πιο φθηνά»…

Στην ερώτηση μου αν το μαγαζί πάει καλά, απαντά με λύπη: «Εδώ και δύο χρόνια δεν κινείται τίποτα. Παλιά ότι μαζεύαμε, τα πωλούσαμε… Γενικά, όμως, δεν έχω βγάλει λεφτά από τη δουλειά αυτή. Ένα παιχνίδι είναι, σαν τον χαρτοπαίχτη που δύο φορές χάνει, μία κερδίζει». Πάντως, δεν αγχώνεται για το τι θα γίνουν όλα αυτά τα αντικείμενα όταν ο ίδιος σταματήσει να πηγαίνει στο μαγαζί: « Η κόρη μου έχει ακολουθήσει το επάγγελμα».

Και λίγο πριν φύγω, εντυπωσιασμένος με όλους αυτούς τους θησαυρούς, ο κ. Νίκος μου λέει «Να σου δώσω μια συμβουλή: Η ζωή είναι ένας μεγάλος περίπατος, περνάει γρήγορα, να σου μένουν τα ευχάριστα στη ζωή. Η αρχή μου είναι τα δυσάρεστα να τα ξεχνάω. Τα δυσάρεστα μην τα κρατάς, να τα πετάς σαν τα σκουπίδια, προχώρα με τα καλά»…



ΝΥΧΤΑ. Όλια, 37, τραγουδίστρια


































Θα τη συναντήσεις σε ταβέρνες, ελληνάδικα και πίστες της πόλης. Φέτος, θα εμφανίζεται στον «Καπετάνιο» στα Βραχνέικα. Τραγουδάει και η φωνή της, τα βγάζει πέρα σε κάθε συναίσθημα. Αγαπάει τα λαϊκά και κουβαλάει όλη τη μαγκιά για να τα υπερασπιστεί. «Το τραγούδι για μένα είναι έμπνευση, με ηρεμεί». Τη ρωτάω ποιο τραγούδι γουστάρει περισσότερο να ερμηνεύει;  «Απόψε θέλω να πιω» της Χαρούλας Αλεξίου, απαντάει χωρίς να το σκεφτεί.

Τραγουδάει εδώ και 17 χρόνια, είναι από τη Θεσσαλονίκη και από μικρή, της έλεγαν ότι έχει ωραία φωνή. «Η μάμα μου τραγουδούσε σε τρεις γλώσσες και έπαιζε κιθάρα, υπήρχε πολύ μουσική μέσα στο σπίτι», αναφέρει. Και στην Πάτρα πώς βρέθηκε; «Οι γονείς μου -δυστυχώς δεν ζουν πλέον- ήταν αγιογράφοι και ήρθαν εδώ για να φτιάξουν κάποιες εκκλησίες. Δεν την αλλάζω την Πάτρα, μ’ αρέσει»…

Και η νύχτα; «Είχα κάνει ένα γάμο, ο άντρας μου ήταν μουσικός, δούλευε τη νύχτα και έτσι ξεκίνησα το τραγούδι… Τώρα, έχουμε χωρίσει. Είμαι ελεύθερη και ωραία». Έχει μια κόρη 17 χρονών. Τη ρωτάω εάν η κόρη της, ήθελε να γίνει τραγουδίστρια, θα έφερνε αντιρρήσεις; «Δε θα το κάνει, αν ήθελε θα γινόταν, εννοείται ότι δε θα είχα πρόβλημα».

Η Όλια έχει δουλέψει αρκετές σαιζόν σε πίστες στην Αθήνα δίπλα στη Νατάσα Θεοδωρίδου, τον Πασχάλη Τέρζη, τη Ρίτα Σακελλαρίου, τον Θέμη Αδαμαντίδη, τον Αντύπα. «Σίγουρα ξεχωρίζω τον Τερζή και την Θεοδωρίδου από τις συνεργασίες μου, ο Τερζής μου είχε πει: “Άμα θέλεις, εμείς είμαστε εδώ για να σε βοηθήσουμε”, αλλά εγώ δεν ήθελα δισκογραφία. Μου είχαν τύχει ευκαιρίες. ‘Ήθελα, όμως, πιο ήρεμα πράγματα».

 Η κουβέντα πάει στα μαχαιρώματα της δουλειάς… «Κουράζεσαι ψυχολογικά από τη νύχτα, από τους συναδέλφους υπάρχουν ανταγωνισμοί. Ας πούμε, μου έχει τύχει ν’ αποχωρήσω από σχήμα επειδή είχα πρόβλημα με συνάδελφο… Αν δύο τραγουδίστριες είναι λαϊκές μπορεί και να σφαχτούν για το ποια θα πει τα καλά τραγούδια».
                                                                                
Η νύχτα για εκείνη είναι δουλειά και τίποτε άλλο. Δείχνει ότι απολαμβάνει το τραγούδι και ας έχουν πέσει τα μεροκάματα. Δεν πτοείται. «Οι χρυσές εποχές ήταν οι δεκαετίες του ΄80 και του ’90. Τώρα είναι η χειρότερη περίοδος. Η κρίση μ’ έχει αγχώσει αλλά έχω μάθει να ζω και μετά πολλά και μετά τα λίγα. Το θέμα είναι να μη βλέπεις στις βιτρίνες την ευτυχία σου. Αν πάρεις όλα τα ρούχα και παπούτσια δε θα είσαι ευτυχισμένος, θα είσαι υπερβολικός. Να μάθουμε να ζούμε με πιο λίγα. Η ευτυχία είναι αλλού»…




Ιούλιος 2012 
φωτογραφίες: Βασίλης Σπύρου

ΜΕΡΑ. Νίκος Τσάφος, 28, ξυλουργός
































Θα τον συναντήσεις Κορίνθου 344, στο ξυλουργείο που «παρέλαβε» από τον πάτερα του. Εργατικός και πάντα χαμογελαστός, ο Νίκος. Τρέχει όλη μέρα για το μεροκάματο και τα καταφέρνει… Όταν ήταν έφηβος, τα καλοκαίρια και τα σαββατοκύριακα, τα περνούσε μέσα στο ξυλουργείο μαθαίνοντας τη δουλειά. «Στην τρίτη λυκείου, έμεινα στην ίδια τάξη και ο πατέρας μου, μου είπε: ”Ή γράμματα ή ξυλουργείο. Διάλεξε”. Προτίμησα το ξυλουργείο. Παράλληλα, έβαλα μυαλό και  τέλειωσα το Λύκειο».

Δυσκολεύεται που κρατάει  το μαγαζί μόνος του. «Δεν είναι για ένα άτομο αυτή η δουλειά. Έχει πολύ κουβάλημα και πρέπει να προλάβεις διότι κάνεις πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Χρειάζεται και άλλο άτομο αλλά δε βγαίνω…» εξηγεί.

Ο κόσμος, πλέον, προτιμάει  έπιπλα από μεγάλα  καταστήματα; «Ευτυχώς, υπάρχουν ακόμα, πελάτες που θέλουν τα έπιπλα από ξύλο. Τώρα δουλεύουμε κυρίως με μερεμέτια, επιδιορθώνουμε τα έτοιμα έπιπλα. Παλιότερα, έβγαιναν περισσότερα χρήματα. ..Η κρίση επηρέασε  το επάγγελμα στις μεγάλες δουλειές, δύσκολα  κάποιος θα φτιάξει μια κουζίνα από ξύλο 10μ.».

Απολαμβάνει το επάγγελμα του. «Είναι τέχνη, δημιουργία» αναφέρει και συνεχίζει «Χρειάζεται να έχεις φαντασία, μεράκι και να σ’ αρέσει… Το θέμα είναι να μην ξυπνάς το πρωί με νεύρα για να πας στη δουλειά σου. Εάν δεν σ’ αρέσει κάτι, μην το κάνεις- δεν θα έχεις καλά αποτελέσματα… Πάντως, αν με αξιώσει ο Θεός και κάνω οικογένεια και έχω το ξυλουργείο, θα ήθελα το παιδί μου να συνεχίσει το επάγγελμα».

Παρατηρώ τα «κοφτερά» μηχανήματα μέσα στο ξυλουργείο και τον ρωτάω εάν υπάρχει κίνδυνος για ατυχήματα. «Εάν δεν προσέξεις , μπορεί να την πατήσεις. Θέλει συγκέντρωση». Ο ίδιος, μια φορά, είχε «φάει» τα δύο δάχτυλα του. Ευτυχώς, όχι κάτι σοβαρό…  «Από τότε προσέχω υπερβολικά».

Σχολιάζει ότι παλιότερα, κάποιοι θεωρούσαν το επάγγελμα του ξυλουργού υποτιμητικό.  «Ειδικά αν το κάνει κάποιος νέος». Δε τον νοιάζουν αυτές οι απόψεις.  «Το θέμα είναι να έχεις δουλειά».




ΝΥΧΤΑΓεωργία Λατέρτσα, 55, λουλουδού στο Romeo Plus






























Εδώ και 28 χρόνια εργάζεται ως λουλουδού στα μπουζούκια. «Έχω ζήσει ωραία χρόνια, ειδικά τα πρώτα που δουλεύαμε εξαήμερο». Άλλες εποχές… Πώς ξεκίνησε; «Με γνώριζε ο Χριστόπουλος που είχε το Ελιζέ, είχα πάει να διασκεδάσω στη γιορτή μου -μαζί με τον άντρα μου και φίλους- και μου πρότεινε να δουλέψω.  Εκείνη την περίοδο, φτιάχναμε το σπίτι μας και χρειαζόμασταν χρήματα. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα δουλέψω νύχτα»…

Όταν πρωτοξεκίνησε, ντρεπόταν να πουλάει λουλούδια. Σκεφτόταν να τα παρατήσει. Είχε ν’ αντιμετωπίσει και τις αντιρρήσεις του συζύγου της. «Στην αρχή, είχε μεγάλο πρόβλημα. Με παρακολουθούσε. Ζήλευε. Σηκωνόταν τι νύχτα για να δει τι κάνω» θυμάται, χαμογελάει και συνεχίζει: «Παλιά, ο κόσμος το κατηγορούσε το επάγγελμα μας. Τώρα, το έχει συνηθίσει και μας βλέπουν με καλό μάτι».

Η κ. Γεωργία παντρεύτηκε όταν ήταν 17,5 χρόνων, έχει δύο παιδιά και ένα εγγονάκι… Παριζιάνα, Χάντρες, Ελιζέ, Βολκάνο είναι μερικά από τα κέντρα που έχει περάσει. 8 χρόνια εργάστηκε και στην Ναύπακτο.  «Έχω δουλέψει με πολλές φίρμες. Με τον Μαζωνάκη και τον Ρέμο γίνεται, πάντα, ο μεγαλύτερος χαμός στα λουλούδια… Όταν ξεκίνησε ο Μαζωνάκης στην Παριζιάνα, δούλευα και εγώ εκεί. Τον έχω μέσα στην καρδιά μου, είναι πολύ απλός. Και τώρα όταν με βλέπει και είναι στην πίστα, σταματάει να τραγουδάει και λέει στον κόσμο “χειροκροτείστε την Γεωργία ”, εγώ παθαίνω πλάκα και κοκκινίζω».

Μέχρι, πότε θα κάνει αυτό το επάγγελμα; «Όσο με θέλουν τ’ αφεντικά και ο κόσμος… Εγώ, πάντως, έχω αγαπήσει τους Πατρινούς και τους ευχαριστώ που παίρνουν λουλούδια από μένα». Γουστάρει τη δουλειά της- και ας της έχουν τύχει στραβά στο παρελθόν. Για παράδειγμα να φύγει κάποιος από το μαγαζί και να μην πληρώσει τα λουλούδια που πέταξε.

 «Έχει πέσει με την κρίση το λουλούδι» σχολιάζει… Τη ρωτάω εάν είναι χαμένα λεφτά το να πετάει κάποιος λουλούδια στα μπουζούκια. «Ο καθένας κάνει ότι θέλει τα χρήματα του… Τα λουλούδια είναι μια εκδήλωση θαυμασμού. Δείχνεις ότι κάτι σου αρέσει και στέλνεις ή ρίχνεις λουλούδια. Και αυτό είναι όμορφο»…


Απρίλιος 2012
φωτογραφίες: Βασίλης Σπύρου
ΜΕΡΑ. Μαρία Στενού, 21 ετών, σερβιτόρα































Εδώ και ένα χρόνο, ξυπνάει χαράματα, ετοιμάζεται γρήγορα-γρήγορα και τρέχει για την καφετέρια. Κάθε πρωί, «χάνεται» στους δρόμους… Θα την δεις σε γραφεία και μαγαζιά του κέντρου να πηγαίνει καφέδες μοιράζοντας την πρώτη καλημέρα. Αυτό το πλάσμα, τους ξέρει όλους, μονίμως χαμογελάει και χαιρετάει κόσμο. «Όχι τον καφέ, δε θα μας τον κόψουν» είναι η πιο συχνή ατάκα που ακούει από τους πελάτες.

Η Μαρία είναι από την Ιτέα. Με το που τέλειωσε το σχολείο, αποφάσισε να δουλέψει για ένα χρόνο στην πόλη της, σ’ ένα παιδότοπο έτσι ώστε να μαζέψει χρήματα και να έρθει Πάτρα. «Ήθελα ν’ απογαλακτιστώ, να μη βασίζομαι στους γονείς μου, ν’ αλλάξω πόλη και να ζήσω μόνη μου,  να είμαι αυτόνομη». Και τα κατάφερε…

Όταν  ήρθε στην Πάτρα, τα βρήκε δύσκολα μέχρι να βρει κάπου να εργαστεί. Δεν τα βάψε μαύρα... Στιγμή δε σκέφτηκε να επιστρέψει στα σίγουρα.  Άρχισε να παρακολουθεί σεμινάρια φωτογραφίας και η πρώτη δουλειά σε καφέ ήρθε… Στα 3 χρόνια που μένει εδώ, έχει αλλάξει 3 δουλειές.

«Κάθε άνθρωπος έχει τη δύναμη να σταθεί στα πόδια του -αρκεί να θέλει. Σημασία έχει να έχει διάθεση για κινητοποίηση». Μετάνιωσε που δεν έχει σπουδάσει; «Αν είχα σπουδάσει, θα ήμουν άλλη μια σερβιτόρα με πτυχίο. Δηλαδή, θα ήμουν ακριβώς στην ίδια κατάσταση με τώρα. Προς το παρόν, χαίρομαι που έχω δουλειά και μάλιστα που μ’ αρέσει! Θα ήμουν αχάριστη εάν την αντιμετώπιζα ως δουλειά του ποδαριού»…

ΝΥΧΤΑ. Laura Busuioc, strip χορεύτρια, 25 ετών






























Γιάννενα, Άρτα, Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Πάτρα είναι οι πόλεις που έχει γυρίσει δουλεύοντας ως strip χορεύτρια. Αν και ζει στην Ελλάδα μόνο 3 χρόνια, μιλάει καλά τα ελληνικά. «Μ’ αρέσει να χορεύω και να με κοιτάνε, να μιλάω με τον κόσμο. Μ’ αρέσει η νύχτα και η μουσική». Τι έχει μάθει από τη νύχτα;  «Να καταλαβαίνω ποιοι άνδρες μου λένε την αλήθεια και ποιοι με κοροϊδεύουν».

Η Laura ήθελε να σπουδάσει Οικονομικά στη χώρα της αλλά δεν υπήρχαν λεφτά για Πανεπιστήμιο. Αποφάσισε να έρθει στην Ελλάδα και να σπουδάσει τη νύχτα… Η κρίση έχει επηρεάσει το μεροκάματό της. «Παλιά, βγάζαμε πιο πολλά λεφτά. Τώρα, λιγότερα. Όμως, εγώ θέλω να μείνω εδώ, δεν θέλω να γυρίσω πίσω». Οι αδερφές της, έχουν έρθει και αυτές Ελλάδα. Μένουν στα Γιάννενα και είναι κομμώτριες.

Από τις πόλεις που έχει δουλέψει, περισσότερο, της αρέσει η Πάτρα. Τα απογεύματα κάνει βόλτες στη θάλασσα και πίνει καφέ με τις φίλες της…

Τι της λείπει περισσότερο από τη Ρουμανία; «Μόνο η μαμά μου. Τίποτα άλλο. Οι γονείς μου έχουν χωρίσει και η μαμά μου μένει μόνη της εκεί. Της στέλνω λεφτά. Ελπίζω το καλοκαίρι να έρθει και αυτή εδώ μόνιμα. Ξέρει ότι χορεύω σε μαγαζιά και δεν έχει πρόβλημα. Έχει καταλάβει ότι στη ζωή μου, κάνω ότι θέλω. Εγώ είμαι ελεύθερη… Κάθε βράδυ, πριν πάω για δουλειά, την παίρνω τηλέφωνο. Μου λέει να προσέχω και με ρωτάει εάν έφαγα».



Δεκέμβρίος 2011
φωτογραφίες: Βασίλης Σπύρου


ΜΕΡΑ. Χρήστος Καρακάσης, 54 χρονών, ιδιοκτήτης γαλακτοπωλείου






















Ξυπνάει νωρίς το πρωί και κατευθείαν πηγαίνει στο γαλακτοπωλείο και κλείνεται μέσα στο εργαστήρι για να φτιάξει κανταΐφι, γαλακτομπούρεκο, μπακλαβά, και εννοείται τη σπεσιαλιτέ του καταστήματος που είναι οι λουκουμάδες. «Φτιάχνουμε περίπου 2000 λουκουμάδες την ήμερα» αναφέρει ο κ. Χρήστος και η μυρωδιά τους στολίζει όλη τη Ζαΐμη.

Τα μαρμάρινα τραπέζια, οι ξύλινες καρέκλες, το παλιό εκκρεμές ρολόι, οι κρεμασμένοι στον τοίχο κατάλογοι και γενικότερα όλο το μαγαζί σε πάει σε άλλη δεκαετία τότε που τα ζευγαράκια έδιναν το πρώτο ραντεβού τους σε γαλακτοπωλείο. Εδώ ξυπνούν αναμνήσεις. Αθώες. 

Όλα ξεκίνησαν όταν ο κ. Χρήστος ήταν 14 χρόνων, πήγαινε και έτρωγε γλυκά στο γαλακτοπωλείο του Μάρκου που τότε βρισκόταν στη συμβολή των οδών Κορίνθου και Ζαΐμη. «Με είχε συμπαθήσει και μου είπε  να δουλέψω μαζί του». Από τον Μάρκο έμαθε όλα τα μυστικά του επαγγέλματος. «Δούλεψα μαζί του 10 χρόνια και όταν έφτασε η ώρα να πάρει σύνταξη με ρώτησε εάν είμαι έτοιμος να πάρω την επιχείρηση  -τα παιδιά του δεν ήθελαν να κάνουν τη δουλειά αυτή. Μου εξήγησε ότι  είμαι ο πιο ικανός και αποφάσισα μαζί με τα αδέλφια να την αγοράσουμε». 

Ποιοι έρχονται στο μοναδικό γαλακτοπωλείο της πόλης που από το 1984 βρίσκεται στην οδό Ζαΐμη 22- 24 ;  «Όλες οι ηλικίες. Και νέοι και πιο μεγάλοι» απαντάει ο κ. Χρήστος και συνεχίζει χαμογελώντας «Όλη η Πάτρα έχει περάσει από εδώ... Να φανταστείς πήγαινα να δω αγώνες της Παναχαϊκής και στο γήπεδο υπήρχε κόσμος που με ρώταγε εάν έχω φέρει λουκουμάδες μαζί μου να πουλήσω».

Είναι μια από τις λίγες Πατρινές επιχειρήσεις που η κρίση δεν την έχει επηρεάσει. «Πάμε καλά διότι είναι το τελευταίο παραδοσιακό γαλακτοπωλείο που έχει απομείνει στην πόλη και οι Πατρινοί το αγαπούν».

Το κατάστημα, τώρα, το δουλεύει μαζί με τον αδερφό του. Ενώ εδώ και αρκετά χρόνια ο μεγαλύτερος γιος του και ο ανιψιός του έχουν μπει στη δουλειά, την έχουν μάθει για τα καλά και θα την συνεχίσουν.  «Είναι μια επιχείρηση που κράτησε και θα κρατήσει χρόνια, δεν σβήνει, δεν την αφήνει ο κόσμος να σβήσει. Θέλει αγώνα. Δεν είναι εύκολη δουλειά. Χρειάζεται λεπτομέρεια. Πρέπει να είσαι καλός μάστορας».



ΝΥΧΤΑ. Κυριάκος Μπαζάρογλου, 39 ετών, ιδιοκτήτης ταβέρνας που ειδικεύεται στον πατσά





















Η «νύχτα» της Πάτρας όταν σχολάσει δεν πάει σπίτι της. Περνάει μια βόλτα από την ταβέρνα που ακούει στο όνομα «Βέρρα... Γεύσεις». Αγίου Ιωάννη Πράτσικα 60 δίνεται το ραντεβού και το μαγαζί τιγκάρει από κόσμο για να φάει και να μοιραστεί  τη νύχτα και τις όποιες εκπλήξεις της. 

Ο Κυριάκος, τα τελευταία 10 χρόνια, πιάνει δουλεία στις 12 τα μεσάνυχτα και σχολάει το πρωί στις 8, μπορεί και πιο αργά -εξαρτάται πότε θα φύγουν οι ξενύχτηδες...  «Φτιάχνουμε πολλά φαγητά.  Αλλά το όπλο μας είναι το βραστό και ο πατσάς, ο οποίος ήταν πάντοτε το φαγητό της φτωχολογιάς. Δεν υπάρχει περίπτωση ταξιτζήδες, φορτηγατζήδες, σερβιτόροι, εργάτες να μην κάνουν στάση όταν σχολάσουν για έναν πατσά. Τώρα, έχουν προστεθεί και όσοι πάνε στα μπουζούκια και οι καλλιτέχνες. Αυτή η ’’κατάληψη’’ των ξενύχτηδων στα πατσατζίδικα είναι κατά κάποιο τρόπο και η επιθυμία τους να παρατείνουν τη νύχτα.  Δε θέλουν να τελειώσει ή τουλάχιστον θέλουν να τελειώσει καλά» λέει ο Κυριάκος.

Η ταβέρνα δουλεύει όλο το 24ωρο και την άνοιξε ο πατέρας του πριν 17 χρόνια ο οποίος αν και έχει βγει σε σύνταξη είναι όλη μέρα εκεί. Τώρα ο Κυριάκος τη δουλεύει μαζί με τον αδερφό του.

«Κώστας Βουτσάς, Τζούλια Αλεξανδράτου, Μάκης Τριανταφυλλόπουλος, Πασχάλης Τερζής, Άντζελα Δημητρίου, Έφη Θώδη, Πίτσα Παπαδοπούλου, Λευτέρης Πανταζής είναι μερικές “φίρμες”που ήρθαν στην Πάτρα και πέρασαν από μας για να φάνε. Τη μεγαλύτερη πλάκα την είχε ο Βουτσάς, έκανε πολύ χαβαλέ. Και ο Καρράς ήταν ωραίος.  Είχε έρθει με την παρέα του -καμιά δεκαριά άτομα, το μαγαζί ήταν γεμάτο, με το που μπήκε ο κόσμος τον χειροκρότησε και του φώναζε: Βασίλη, πες ένα τραγούδι. Και ο Καρράς άρχισε να τραγουδάει»...

Από τη κουβέντα μαζί του, καταλαβαίνω ότι ο πατσάς είναι μπελαλίδικο φαγητό. «Θέλει καλό καθάρισμα, πρέπει να το βράσεις, να το ξεζουμίσεις, να το ξαναβράσεις έχει πολύ δουλειά»...

Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, στο καρναβάλι είναι οι περίοδοι που το πατσατζίδικο μαζεύει τον περισσότερο κόσμο ενώ τα τελευταία χρόνια έρχεται και πολύ νεολαία. «Έχω παρατηρήσει ότι και οι κοπέλες έχουν αρχίσει να τρώνε πατσά». Και με την κρίση τι γίνεται; «Ο Έλληνας, αν και σφιγμένος οικονομικά βρίσκει τον τρόπο να διασκεδάσει, να βγει, να φάει. Η διαφορά, τώρα,  είναι ότι παραγγέλνει λιγότερα πράγματα».

«Πάππου, βάλε μου ένα πατσά» είναι η ατάκα που λέει συνεχώς ο 7χρόνος γιος του Κυριάκου στον πάππου του. «Έρχεται συχνά εδώ. Του αρέσει». Θέλει ο γιος του να αναλάβει την επιχείρηση όταν θα μεγαλώσει; «Δεν ξέρω τι επιφυλάσσει το μέλλον. Η δουλειά είναι απρόβλεπτη. Θα δείξει»...


Νοέμβρης 2011
φωτογραφίες: Βασίλης Σπύρου

ΜΕΡΑΣοφία Μπαλαλά, 27 ετών, personal trainer

































H Σοφία από μικρή ασχολoύνταν με την ενόργανη γυμναστική, το στίβο και το βόλεϊ. Μεγαλώνοντας άρχισε να ασχολείται ακόμα περισσότερο με θέματα διατροφής και σώματος. Θα περίμενε κανείς ότι θα σπούδαζε κάτι σχετικό... Το μηχανογραφικό της είχε άλλες προσδοκίες και την οδήγησε στη σχολή Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Πατρών. Παράλληλα με τους «φιλοσόφους», αρχίζει και τα ιδιαίτερα μαθήματα φιλολογικών σε παιδάκια και το τρέξιμο ξεκινά...

Κάτι όμως την έτρωγε μέσα της. Ένιωθε το «ανολοκλήρωτο στοιχείο» να της χτυπάει την πόρτα δυνατά... Τα χρόνια περνούσαν, τα ιδιαίτερα μαθήματα πολλαπλασιάζονταν και το όνειρο να σπουδάσει σε κάποια σχολή fitness στην Αθήνα φαινόταν άπιαστο... Πέρυσι, λοιπόν, αφού τα οικονομικά της το επέτρεπαν αποφάσισε να διώξει τις αντιστάσεις και να κάνει το μεγάλο βήμα. «Τέλειωνα τα ιδιαίτερα μαθήματα το βράδυ της Παρασκευής, έπαιρνα το ΚΤΕΛ και το Σάββατο στις 12 το πρωί ήμουν Αθήνα στο μάθημα μου... Δεν έλειψα ούτε ένα Σαββατοκύριακο, μάλιστα το βράδυ της Κυριακής έπρεπε να είμαι Πάτρα γιατί είχα ιδιαίτερο. Αυτό κράτησε για ένα χρόνο. Δεν είπα ούτε μια στιγμή βαριέμαι ή κουράστηκα ή δεν μου αρέσει. Έκανα επιτέλους αυτό που ήθελα που δε με ένοιαζε τίποτα»!

Η Σοφία τελειώνοντας τη σχολή fitness, κατευθείαν βρήκε δουλειά. Ξυπνάει πρωί- πρωί, τρώει το καλό της πρωινό και τρέχει -κυριολεκτικά- στα γυμναστήρια ή στους δρόμους με τους ανθρώπους που τους κάνει personal training. Παράλληλα, κάνει και τα ιδιαίτερα φιλολογικών μαθημάτων. «Με τα παιδάκια μου έχω δεθεί γιατί τους κάνω μάθημα πολλά χρόνια... Αλλά αυτό που με έχει κερδίσει πραγματικά και δε το αλλάζω είναι το personal training. Μου αρέσει να βλέπω τον κόσμο χαρούμενο, υγιή και ευχαριστημένο κάνοντας γυμναστική. Διότι η γυμναστική δεν είναι μονό ομορφιά, πάνω από όλα είναι υγεία. Και πολύ περισσότερο όταν έχεις κάποιον πάνω από το κεφάλι σου να σου δείχνει πως να γυμναστείς σωστά, να ξέρει τις ανάγκες σου και να φτάνετε στο επιθυμητό αποτέλεσμα».


ΝΥΧΤΑΣωτήρης Οικονομόπουλος, 26 ετών, ιδιοκτήτης καντίνας



















Τα αυτοκίνητα πληρώνουν τα διόδια του Ρίου και τρέχουν σαν παλαβά για τους αμέτρητους προορισμούς τους. Κάποια σταματούν για το μόνιμο ραντεβού τους με την καντίνα του Σωτήρη και της οικογένειάς του. Χειμωνιάζει. Η βροχή και ο αέρας υπόσχονται επιβολή.

Η καντίνα ζει 12 χρόνια και δεν κλείνει ποτέ. Ο Σωτήρης δουλεύει τα τελευταία 8, από τα 18 του. Δίπλα από την καντίνα, έχουν φτιάξει ένα χώρο -περικυκλωμένο από νάιλον- που μπορείς να κάτσεις και να φας σαν άνθρωπος. Ξύλινα τραπέζια, πλαστικές καρέκλες, ψεύτικα λουλούδια, ένα μαρμάρινο σιντριβάνι που δε δουλεύει και μια μεγάλη τηλεόραση πάνω από το ψηλό ψυγείο που παίζει κάτι ξεχασμένες σειρές, είναι το σκηνικό της καντίνας που την έχουν βαφτίσει Ο μικρός Λεωνίδας. «Της δώσαμε το όνομα του 11χρονου αδερφού μου που από τότε που γεννήθηκε δεν μπορεί να μιλήσει και να ακούσει» εξηγεί ο Σωτήρης.

Στην αρχή, η καντίνα δούλευε με γεννήτρια με πετρέλαιο και πολλές φορές που έβρεχε καταρρακτωδώς, τέλειωνε ξαφνικά το πετρέλαιο. «Παίρναμε τα μπιτόνια και τρέχαμε με τον αδερφό μου μέσα στη νύχτα και τη βροχή να βρούμε ανοιχτό βενζινάδικο».

Ποιοι σταματούν τη νύχτα στην καντίνα; «Κυρίως, φορτηγατζήδες σταματούν και μου λένε το ζόρι που τραβάνε, που κάνουν μεγάλα δρομολόγια με μόνη παρέα το φορτίο τους. Επίσης, τελευταία, έρχονται πολλοί άνθρωποι και ζητούν να φάνε κάτι χωρίς να έχουν χρήματα. Ακόμα, υπάρχουν οδηγοί που μας ζητάνε χρήματα για να πληρώσουν τα διόδια. Εμείς, όσο μπορούμε, τους βοηθάμε».

«Είναι σπάνιες οι φορές που μας έχουν κλέψει» λέει ο Σωτήρης και δείχνει να μη φοβάται. Νιώθει ασφαλής με τον Τότη, την Ήρα και τον Αραφάτ, τα τρία σκυλιά που τους προσέχουν. «Έρχονται εδώ και παρατάνε τα κουταβάκια και τα γατάκια τους. Εμείς τα κρατάμε, τα αγαπάμε» λέει χαμογελώντας ο Σωτήρης που πριν από 3,5 μήνες έγινε πατέρας για πρώτη φόρα.

Παρά την μείωση της δουλειάς στην καντίνα λόγω της κρίσης, ο Σωτήρης και η οικογένειά του έχουν σχέδια «Θέλουμε να την αναβαθμίσουμε, θα την κάνουμε καλύτερη. Σπούδασα μάγειρας και θα βάλουμε φαγητά μαγειρευτά και κατσαρόλας. Με τα λεφτά που βγάζει η καντίνα ζει η γυναίκα μου, το παιδί μου, η μάνα μου και όλα τα αδέρφια μου. Δεν έχουμε τίποτα άλλο. Η καντίνα μας, μάς μεγάλωσε και είμαστε περήφανοι που τη συνεχίζουμε»...




Η στήλη "Πρόσωπα Μέρα-Νύχτα" δημοσιεύεται  στο περιοδικό Trip της εφημερίδας Πελoπόννησος

Δεν υπάρχουν σχόλια: