14/6/12

νύχτα μας.



«Εάν η μέρα σου είναι απογοήτευση, κάνε τη νύχτα σου αλλιώς. Μην περάσει ένα  εικοσιτετράωρο εντελώς γαμημένο. Η νύχτα είναι άλλη…» της είπα και ζήτησα τσιγάρο από τον μοναχικό κυριούλη που καθόταν δίπλα μας... Πρώτη φορά με βλέπει να καπνίζω. Γελάει.

-«Καπνίζω όταν δεν την παλεύω» σχολιάζω και γελάει περισσότερο. Πίνει μια γουλιά από την κόκα –κόλα μου. Με συμμερίζεται.

Ντάλα μεσημέρι, γυρνάμε δρόμους. Αδέσποτοι. Φοβάμαι ότι με βαριέται… Θέλω να την αγκαλιάσω. Για να περάσει η ώρα αλλιώς -ν’ αλλάξουμε κάπως διάθεση. Σε μια πόλη άδεια, δυο μαλακισμένα κάνουν βουτιές στα λάθη των άλλων. Αδύναμοι κυνηγοί του «περίμενε».  Ηλίθιο «περίμενε»…  Δακρύζω από τα νεύρα μου στο στενό. Θέλω να σπάσω με όλη τη δύναμη μου μια καρέκλα και να μοιραστούμε τα κομμάτια της. Έτσι, σαν ενθύμιο για το μεσημέρι ετούτο.

Καθόμαστε στα σκαλάκια της πολυκατοικίας με τον αριθμό 31. Αναμασάμε τα ίδια. Μιλάμε για τις πίκρες της ζωής,  εξουσιαστές της υπερβολής μας. Καταριόμαστε όσα μας πόνεσαν και δεν μας έμαθαν τίποτα. Ο πόνος, σπάνια, έχει διδασκαλία. Τον μυθοποιήσαμε και αυτόν και τον βάλαμε στο κάθε μέρα.

Πάμε στο σουπερ μάρκετ. Η βραδύτητα παρούσα και ακάλεστη. Κοιτάμε τα ράφια. Βλέπω τα λαζάνια. Να της μαγειρέψω μια μέρα… Λαζάνια με κιμά. Να τα βάλω σ’ ένα τάπερ και να τα φάμε στη θάλασσα. Σε όποια θάλασσα θέλει. Και κρασί, θα έχω μαζί μου.  Με το κόκκινο τσαλάκι μου,  θα πάμε. Θα με κρατάει στη διαδρομή και θα φωνάζει που πετυχαίνω, πάντα, τις λακκούβες.

-«Θέλω να πατήσω ένα κουμπί και να έρθει η νύχτα» σκεφτήκαμε ταυτόχρονα.

Και να που τη ζούμε, τώρα, αυτή τη νύχτα. Και δεν την αφήνουμε να μας ψοφήσει. Τη φτιάχνούμε από την αρχή -όπως θέλουμε. 

Είμαστε μακριά αλλά με σκέφτεται.

Αύριο,  θα διηγηθεί ο ένας στον άλλον αυτή τη νύχτα. 











Δεν υπάρχουν σχόλια: