28/7/11

ΚΩΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ


 «Η βιογραφία του ανθρώπου είναι τα λάθη του»…
Ποιητής, μεταφραστής, κριτικός, δοκιμιογράφος και εκπαιδευτικός… Αποτελεί σημαντικό κομμάτι του νεοελληνικού θεάτρου διότι συνέβαλε σημαντικά στο ν’ αναδειχθεί.  Για το λόγο αυτό του απονεμήθηκε το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας από το Υπουργείο Πολιτισμού…  Γεννημένος στη Λαμία το 1937, σπούδασε Φιλολογία, Ιστορία και Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα στη δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών… Η πολυσχιδής, δημιουργική προσωπικότητα του αποδεικνύεται από το γεγονός ότι  γράφει και διδάσκει μέχρι και σήμερα συνεχίζοντας τη μεγάλη του πρόσφορα στον πνευματικό χώρο του τόπου μας. Ο διανοούμενος, ο κ. Κ. Γεωργουσόπουλος (Κ.Χ. Μύρης) μιλάει στην ΗΜΕΡΑ ενώνοντας εποχές, στιγμές, συναισθήματα…
-Πώς είναι αυτή η διαδικασία της διδασκαλίας και τι αποκομίζετε εσείς από την επαφή με τους νέους ανθρώπους;
«Για μένα η διδασκαλία είναι η πρωταρχική μου επιλογή και είναι και το καμάρι μου. Όλες μου οι ιδιότητες ξεκινούν και καταλήγουν στη διδασκαλία. Πιστεύω η ουσία της διδασκαλίας βρίσκεται σε μια φιλοσοφία αλληλοδιδακτικής. Ο δάσκαλος κάνει το καθήκον του αλλά λυτρώνεται μόνο όταν μαθαίνει από τους μαθητές του και συνήθως μαθαίνουμε ρωτώντας: Θέτεις ερωτήματα, παίρνεις απαντήσεις και αυτό είναι μια μαθητεία. Αυτή η θητεία στη διδασκαλία κλείνει 45 χρόνια για μένα και φυσικά είναι μεγάλη προίκα.  Οι νέοι, κάθε φορά,  φέρνουν ένα καινούριο αίμα στα πράγματα, χρησιμοποιούν μια καινούρια γλώσσα- έστω και αν αυτή η γλώσσα είναι ιδιόλεκτο- και η επαφή με τους νέους σε κάνει να νιώθεις ότι δε γερνάς. Είμαι ευτυχής που διάλεξα αυτό το επάγγελμα και έχω αυτήν την ευρεία εμπειρία διότι έχω διδάξει σε ιδιωτικά και δημόσια σχολεία, στην πρωτεύουσα και σε επαρχία, - και πολλές φορές σε δύσκολες  συνθήκες στην επαρχία -σε νυχτερινά σχολεία, σε Πανεπιστήμια, σε σχολές μαθητείας, σε ελευθέρα εργαστήρια, σε δραματικές σχολές.  Όλα αυτά μ’ έφεραν σε επαφή μ’ ένα πλήθος από νέους ανθρώπους με τελείως διαφορετικά ενδιαφέροντα, με διαφορετικές καταβολές παιδείας. Αυτό είναι πολύ ερεθιστικό για τον δάσκαλο διότι πρέπει να βρίσκει δρόμους επικοινωνίας με τους νέους… Νιώθω μουσείο εκπαιδεύσεως».
-Δηλαδή, δε μετανιώσατε που δεν ασχοληθήκατε με το επάγγελμα του ηθοποιού;
«Από την πρώτη στιγμή που αποφάσισα να μάθω θέατρο,  ήξερα ότι δεν είχα ως σκοπό μου να κάνω πρακτικά θέατρο. Δε μ’ ενδιέφερε αυτή η ιστορία, μ’ ενδιέφερε πάντα η θεωρία, η κριτική. Η κριτική είναι μια δημιουργική απασχόληση διότι αντιμετωπίζεις και γράφεις για δημιουργούς. Γράφεις  και κρίνεσαι και πολλές φορές πολύ σκληρά. Ο κρίνων, κρίνεται πάντα… Δεν ήθελα να κάνω θέατρο, όμως ήθελα να μάθω την κουζίνα, τη μαγειρική αυτής της ιστορίας έτσι ώστε να έχω μεγαλύτερη  ευχέρεια και ικανότητα στις κρίσεις μου. Έμαθα θέατρο σ’ έναν από τους μεγαλύτερους δασκάλους της εποχής, στον Δημήτρη Ροντήρη.  Ο Ροντήρης και ο Κουν ήταν οι δύο σημαντικότεροι δάσκαλοι της εποχής, είχαν δύο διαφορετικές προσεγγίσεις και  άφησαν πίσω τους μια μεγάλη σειρά μαθητών. Είμαι ευτυχής που διάλεξα τον Ροντήρη, μαθήτευσα και αρίστευσα δίπλα του»…
-Υπήρξε κάποια κριτική σας που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις;
«Πάρα πολλές. Ένα από τους πιο θυμωμένους ήταν ο Κουν. Αν έχω γράψει 50 κριτικές για τον Κουν, οι 47 ήταν θετικές. Οι 3 που ήταν αρνητικές θύμωναν τον Κουν. Πιθανώς και εγώ να θύμωνα στη θέση του. Όλοι μας  θυμώνουμε την κριτική που μας ασκούν.  Με τον Κουν, κάθε φορά βρισκόμασταν, τα λέγαμε και εξομαλύναμε τις σχέσεις μας. Ήταν ένα άνθρωπος που τον εκτιμούσα απεριόριστα. Οι αντιρρήσεις μου ήταν πάντα σε επίπεδο σεβασμού σ’  εκείνον… Ο καθένας δικαιούται να κάνει λάθη,  έχει καθήκον να έχει λάθη. Ανεξάρτητα με το τι επάγγελμα κάνει, πιστεύω ότι  η βιογραφία του καθένα είναι τα λάθη του. Το είχα πει κάποτε στον Κουν αυτό και του είχε αρέσει».
-Βρισκόμαστε λίγο πριν αρχίσει το φεστιβάλ της Επιδαύρου για το καλοκαίρι . Συμφωνείτε να παρουσιάζονται δουλειές στην Επίδαυρο που δεν ανήκουν στο αρχαίο δράμα;
«Διαφωνώ κάθετα. Όχι επειδή πιστεύω ότι αυτός ο χώρος είναι ιερός και πρέπει να παίζονται μόνο τα αρχαία δράματα διότι εάν ένα αρχαίο δράμα είναι κακοπαιγμένο πάλι είναι προσβολή. Τα πρόβλημα είναι ότι ένα φεστιβάλ που για 45 χρόνια είχε αποκλειστικό προορισμό  το αρχαίο δράμα, θεωρώ ότι πρέπει να μείνει έτσι. Είναι στο χέρι μας να βελτιώσουμε τις παραστάσεις και πιστεύω ότι πρέπει να μειωθούν. Όσες περισσότερες είναι, τόσο χαμηλώνει η ποιότητα. Στην Ελλάδα δεν έχουμε τη δυνατότητα για 8-9 παραστάσεις. Θα ήταν καλύτερο να έχουμε τις μισές… Δεν έχω καμία αντίρρηση εάν κάποιες από αυτές  γίνονται από ξένους σκηνοθέτες. Αρκεί αυτή η παραγγελία να είναι σχεδιασμένη για την Επίδαυρο και όχι να μας φέρνουν έτοιμες παραστάσεις από τα κλειστά θέατρα της Ευρώπης  αλλά να μελετούν το χώρο της Επιδαύρου και τις ιδιομορφίες του. Και εννοείται να σεβαστούν την ποιητικότητα των κειμένων αυτών… Οι καλές παραστάσεις ξεκινούν από τις καλές προθέσεις των δημιουργών τους».
-Ενώ τον τελευταία χρόνια, παρατηρούμε παραστάσεις αρχαίου δράματος που χαρακτηρίζονται ως «πειραγμένες» και χαρακτηρίζονται για τα σκηνοθετικά τους ευρήματα και τους πειραματισμούς. Πώς βλέπετε τις δουλειές αυτές; Τίθεται θέμα σεβασμού στο αρχαίο δράμα;
«Δεν μπορώ να καταλάβω τι σημαίνει πειραγμένη παράσταση. Αν θεωρούμε σημαντικούς συγγραφείς τους αρχαίους τραγικούς, θα πρέπει να τους σεβαστούμε. Αν τους σεβόμαστε, δεν μπορούμε να τους πειράζουμε. Θα πρέπει να σεβαστούμε αυτά που λένε, τον τρόπο με τον οποίο τα είπαν, το μέγεθος και τις προθέσεις που είχανε. Ν’ αλλάξουμε φωτισμό στις τραγωδίες είναι νόμιμο, να τους αλλάξουμε τα φώτα είναι μάλλον εύκολο. Όλες αυτές οι πειραγμένες παραστάσεις είναι εύκολες.  Οι άνθρωποι που τις κάνουν, δεν ξέρουν να διαβάσουν σωστά αυτά τα κείμενα και αυτοσχεδιάζουν. Δεν ξέρουν να κατευθύνουν ηθοποιούς ώστε να τους βάλουν σ’ αυτούς τους μεγάλους ρόλους.  Άρα, είναι σημαντικό να υπάρχει σεβασμός στο κείμενο, στο χώρο και εννοώ σεβασμό στους αισθητικούς νόμους που ορίζει ο χώρος».
-Ένα χρόνο μετά, πως αντιμετωπίζετε και πως βλέπετε τις αντιδράσεις  του κοινού στην Επίδαυρο για την Μήδεια του Ευριπίδη από το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας. Το κοινό μπορεί να φωνάζει, να γιουχάρει κατά διάρκεια της παράστασης;
«Ο κόσμος άρχισε να νιώθει άσχημα για τον τρόπο με τον όποιο του συμπεριφέρονται. Δεν μπορείς να πουλάς ένα ακριβό εισιτήριο λέγοντας ότι θα δείξεις Αριστοφάνη και ο κόσμος να βλέπει Αισχύλο. Είναι ένα είδος απάτης. Αν γινόταν αυτό στη λαϊκή αγορά και αντί για κουνουπίδι σου πουλούσαν  λάχανο, θα διαμαρτυρόσουν αυτομάτως… Οι τραγωδίες  είναι συγκεκριμένα κείμενα, με συγκεκριμένους όρους, με συγκεκριμένη δομή, με συγκεκριμένη φιλοσοφία, συγκεκριμένα ήθη και διανοήματα. Αυτά αν δεν μπορούμε να τα σεβαστούμε, μπορούμε να φτιάξουμε άλλα κείμενα με αφορμή το μύθο … Το θέμα στην τέχνη είναι να πείσεις. Εμένα δε με πείθουν άνθρωποι που προσπαθούν ν’ αλλάξουν τον άξονα των τραγωδιών. Το ν’ αλλάξεις τον άξονα είναι πολύ εύκολο. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευκολία από το να βάζεις τον Προμηθέα δεσμώτη να παίζει πάνω στο βράχο γιο-γιο ή να κάνει τα τσίσα του».
-Υπάρχουν σημαντικοί ηθοποιοί σήμερα στην Ελλάδα;
«Πολλοί. Έχουμε σημαντικούς ηθοποιούς. Από γυναίκες, την Λυδία Κονιόρδου, την Λυδία Φωτοπούλου, την Καριοφυλλιά Καραμπέτη, την  Αμαλία Μουτούση, ενώ από άντρες ο Γιώργος Κιμούλης, ο Μήνας Χατζησάββας, ο Χρήστος Λούλης, ο Ακύλλας Καραζήσης… Στην Ελλάδα δεν έχουμε σημαντική παραγωγή.  Οι ηθοποιοί δεν έχουν τη δυνατότητα σε βάθος χρόνου να με μελετήσουν και να αφομοιώσουν τους ρόλους. Πηγαίνουν στην Επίδαυρο με 40 πρόβες»
Έχετε αναφέρει σε μια συνέντευξη σας «Η διανοουμενίστικη μόδα απαιτεί ένα είδος λήθης και αμφισβήτησης για ότι είναι σχετικό με την ιστορία, τη μνήμη, την εθνική συνείδηση». Οι Έλληνες ξεχνούν την ιστορία τους; Ποιος είναι ρόλος των διανοούμενων για τη λήθη αυτή;
«Ένα μεγάλο ελάττωμα της ελληνικής διανόησης ήταν ο μαϊμουδισμός. Από το 19ο αιώνα μαϊμουδίζαμε, μιμούμασταν ότι γινόταν στην Ευρώπη. Όταν ένας λαός δανείζεται κάποιες φόρμες και κάποιες ιδέες θα πρέπει να τις περνάει από το  δικό του φίλτρο και να τις αφομοιώνει αλλιώς γίνεται καραγκιόζης. Δυστυχώς, σήμερα, έχουμε πολλά καραγκιοζιλίκια στη χώρα μας».
(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η Ημέρα» τον Ιούνιο του 2009)

Δεν υπάρχουν σχόλια: