28/7/11

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΥ


«Κάθε πείραμα έχει και ένα ρίσκο…»
Παρασκευή, λίγο πριν τη δύση του ήλιου, η πρωτεύουσα έχει εγκαταλείψει τη μικρή άνοιξη της και ζει  σε διάσταση καλοκαιρινή…  Βρίσκομαι στην Πλάκα, έξω από το Αμφι-θέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου, περικυκλωμένος από τουρίστες που περπατούν σε ελληνικούς ρυθμούς ενώ παρατηρούν με απορία την αφίσα της παράστασης «Η λέσχη της αυτοκτονίας». Το τηλέφωνο του θέατρου χτυπάει επίμονα για κρατήσεις και η Κατερίνα Ευαγγελάτου, χαμογελαστή,  με υποδέχεται  στο θέατρο… Σκέφτομαι κατευθείαν πόσες στιγμές θα έχει ζήσει μέσα σ’ αυτό το χώρο…Με οδηγεί σ’ ένα μικρό δωμάτιο. Αντικείμενα, φωτογραφίες, κουστούμια, προγράμματα μέσα στο δωμάτιο  που θυμίζει μικρό, θεατρικό, ακατάστατο μουσείο. Εδώ η ηρεμία μοιράζεται με το χθες και το εδώ και τώρα… Η συνέντευξη με την Κατερίνα μετατρέπεται σε ενδιαφέρουσα κουβέντα και καταλήγει σε περιπέτεια:  Της ρίχνεις ένα θέμα στο τραπέζι και ξεπετάγονται άλλα δέκα με αποτέλεσμα να δυσκολεύομαι να υπηρετήσω τις ερωτήσεις που έχω ετοιμάσει. Σχεδόν τις παραμελώ και πορεύομαι στον αυθόρμητο διάλογο... Η Κατερίνα Ευαγγελάτου έχοντας μεγαλώσει σ’ ένα αμιγώς θεατρικό οικογενειακό περιβάλλον (οι γονείς της είναι ο σκηνοθέτης Σπύρος Ευαγγελάτος και η ηθοποιός Λήδα Τασσοπούλου), καταθέτει τη δική της φρέσκια σκηνοθετική ματιά… Αφοσιωμένη στο θέατροπροτείνει και ανεβάζει, σε συνεργασία με αξιόλογους ηθοποιούς παραστάσεις που ξεχωρίζουν για το ρυθμό, την ατμόσφαιρα, τη σκληρότητα που ταυτίζεται με τον ποιητικό, τολμηρό, ρεαλισμό. Της αρέσει να ψάχνει, να εξερευνά νέες διαδρομές που θα την γεμίσουν με ενέργεια και εξέλιξη. Εκπέμπει εντιμότητα, δυναμισμό, αισιοδοξία και αποδεικνύει ότι η πορεία της βασίζεται σε προσεκτικά βήματα. Κάθε της βήμα κρύβει σκέψη, μελέτη, συγκέντρωση και ένστικτο…
 
 
-Τι σου προκάλεσε το ενδιαφέρον και επέλεξες να σκηνοθετήσεις τη «Λέσχη της αυτοκτονίας»;
«Λειτούργησε το ένστικτο μου και σ’ αυτήν τη δουλειά. Με το που το διάβασα, είπα πως κάτι υπάρχει στο κείμενο αυτό που με ιντριγκάρει. Μ’ άρεσε πολύ η ιδέα της ύπαρξης αυτής της λέσχης  και το ποιοι άνθρωποι πηγαίνουν σ’ αυτή. Παράλληλα, βρήκα το διήγημα του  Στίβενσον, πολύ επίκαιρο σε σχέση με όλα αυτά που συμβαίνουν στις μέρες μας».
-«Η λέσχη της αυτοκτονίας» ασχολείται με την αυτοκτονία των νέων ανθρώπων. Ξέρω ότι μίλησες με ειδικούς και μελέτησες το θέμα αυτό. Ποια από τα στοιχεία που συγκέντρωσες, σου έκαναν περισσότερη εντύπωση;
Πολλά στοιχεία μου προκάλεσαν εντύπωση και μ’ έκαναν να πέσω από τα σύννεφα. Εντύπωση μεγάλη μου έκανε το θέμα των αυτοκτονιών μέσω internet. Ένα θέμα που διογκώνεται πολύ στη χώρα μας και δεν το έχουμε καταλάβει. Επίσης, τα ποσοστά των αυτοκτονιών είναι μεγαλύτερα στους ανέργους και αυτό σίγουρα σχετίζεται με την οικονομική κρίση. Παράλληλα, η αυτοκτονία, μετά τα τροχαία, είναι η δεύτερη κυριότερη αιτία θανάτου για τους νέους ανθρώπους. Ενώ πολλά τροχαία δυστυχήματα δεν είναι τροχαία αλλά παρορμητικές αυτοκτονίες. Με ταρακούνησαν όλα αυτά! Εντύπωση επίσης μου έκανε η σχέση της αυτοκτονίας με την ερωτική απογοήτευση στις εφηβικές ηλικίες. Και φυσικά οι αριθμοί: Κάθε μέρα 2500 άνθρωποι αυτοκτονούν παγκοσμίως και αναφερόμαστε για τις δηλωμένες αυτοκτονίες. Μην ξεχνάμε ότι η αυτοκτονία είναι θέμα ταμπού στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες και κατά συνέπεια οι συγγενείς τις δηλώνουν ως αιφνίδιο θάνατο ή κάτι άλλο. Όλα αυτά ήταν μεγάλες αποκαλύψεις για μένα.
 
-Έχεις αναφέρει ότι αυτή η  σκηνοθετική σου δουλειά πρόκειται για το πιο δύσκολο στοίχημα-πείραμα που έχεις κάνει στο θέατρο μέχρι τώρα. Γιατί;
«Πρώτα απ’ όλα κάθε πείραμα έχει και ένα ρίσκο. Το ρίσκο εδώ είναι ότι δεν είχαμε στα χέρια μας ένα κανονικό θεατρικό έργο. Πρόκειται για ένα διήγημα του Στίβενσον  που οι πέντε ηθοποιοί της παράστασης και εγώ κληθήκαμε να δραματοποιήσουμε και κατά συνέπεια να γίνουμε και συγγραφείς. Μια διαδικασία που είναι εντελώς διαφορετική από την υποκριτική και τη σκηνοθεσία. Επίσης, υπήρχε η πρόθεση να κάνουμε μια παράσταση που το χιούμορ και το δράμα να εναλλάσσονται. Μια τέτοια πρόθεση είναι δύσκολο να “περάσει” στο κοινό».
-Τι σχόλια έχεις εισπράξει μέχρι τώρα από τους θεατές που έχουν δει την παράσταση;
«Έχει δημιουργηθεί ένα κείμενο με αρχή, μέση και τέλος, χωρίς κενά, με γερούς καλλιτέχνες, γερή πλοκή και σασπένς. Νομίζω ότι έχει λειτουργήσει καλά η εναλλαγή του δράματος με το παράξενο, μαύρο χιούμορ. Νιώθω ότι τελικά “περνάει” στο κοινό».
-Ενώ σχεδόν κάθε μέρα βρίσκεσαι στο θέατρο και παρακολουθείς την παράσταση…
«Τη βλέπω περίπου 2-3 φορές την εβδομάδα. Αν τη βλέπεις κάθε μέρα αρχίζει να μη σου αρέσει τίποτα! Είναι χρήσιμο για ένα σκηνοθέτη να είναι παρών κατά τη διάρκεια των παραστάσεων γιατί ένα τρίτο μάτι πάντα βοηθάει την παράσταση να κρατηθεί στην οδό που έχει συμφωνηθεί εξ’ αρχής. Ο ηθοποιός είναι ένα ον που αναπνέει και ζει πάνω στη σκηνή. Είναι λογικό και πρέπει σε κάθε παράσταση ν’ αλλάζει κάποια πράγματα γιατί κάθε μέρα αναπνέει διαφορετικά, έχει διαφορετικό κοινό αλλά και ο συμπαίκτης του είναι διαφορετικός. Από την εμπειρία μου ως ηθοποιός, έχω παρατηρήσει ότι υπάρχουν φορές που οι ηθοποιοί αποκλίνουν αρκετά και τα  πράγματα πηγαίνουν αντίθετα από τον αρχικό στόχο. Το μάτι του σκηνοθέτη πρέπει να είναι εκεί για να τα επαναφέρει. Όμως, υπάρχουν και φορές που ο ηθοποιός εξελίσσει το ρόλο του  και μπορεί να οδηγείται σε κατευθύνσεις πιο ενδιαφέρουσες. Κατευθύνσεις που ίσως δεν τις είχε σκεφτεί ο σκηνοθέτης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η παράσταση να εξελίσσεται.  Ο σκηνοθέτης συζητάει, συνεργάζεται, ανακαλύπτει…»
-Δείχνεις χαρούμενη, ευχάριστη με χιούμορ! Τα στοιχεία αυτά της προσωπικότητας σου έρχονται σε αντιδιαστολή με το γεγονός ότι τα έργα που επιλέγεις είναι σκοτεινά, σκληρά και βίαια ή ασχολούνται με το θάνατο. Πώς εξηγείς αυτή την «αντίθεση»; Τι σε ελκύει σ’ αυτά τα έργα;
 
«Είναι από τα πράγματα που δεν εξηγούνται. Τα τελευταία τρία χρόνια που ασχολούμαι με την σκηνοθεσία, παρατηρώ ότι με ιντριγκάρουν τέτοια έργα. Έχει να κάνει με διαδρομές του εγκεφάλου μου που λειτουργούν έτσι αυτή την περίοδο. Αυτό δε σημαίνει ότι δε μ’ ελκύουν άλλα κείμενα. Υπάρχουν κείμενα πολύ φωτεινά που μ’ αρέσουν. Δε σημαίνει ότι θα κάνω πάντα τέτοια έργα. Όσον αφορά στο θάνατο, θεωρώ ότι είναι πολύ μεγάλο θέμα που κυριαρχεί στα μεγαλύτερα έργα της παγκόσμιας δραματουργίας.  Είναι δύσκολο να μην ασχοληθείς με το θάνατο».
 
-Για να έρθουμε στις σπουδές σου… Πώς σου ήρθε η σκέψη να πας στη Ρωσία για σπουδές σκηνοθεσίας;
 «Ήθελα πολύ να κάνω τα μεταπτυχιακά στη σκηνοθεσία του θεάτρου. Πήρα την υποτροφία από το Ίδρυμα Ωνάση και πήγα στην Αγγλία. Το Πανεπιστήμιο Middlesex του Λονδίνου ήταν από τα λίγα Πανεπιστήμια που είχε μεταπτυχιακό στη θεατρική σκηνοθεσία. Η Ρωσία προέκυψε μέσα από δύο διαφορετικές κατευθύνσεις.  Η πρώτη έχει να κάνει με το Πανεπιστήμιο της Αγγλίας. Είχαμε ένα μάθημα που έπρεπε να πάμε στη Ρωσική Ακαδημία Θεατρικής Τέχνης GITIS της Μόσχας για ενάμιση μήνα. Εκεί κάναμε κάποια μαθήματα με διερμηνέα φυσικά. Όταν πήγα στη Ρωσία μαγεύτηκα και είπα ότι έπρεπε να επιστρέψω σ’ αυτήν τη χώρα. Τέλειωσα το μεταπτυχιακό στην Αγγλία, γύρισα στην Ελλάδα, έκανα υπερεντατικά μαθήματα ρωσικών για τρεις μήνες και αποφάσισα να πάω στη Ρωσία. Ήμουν η μονή Ελληνίδα,  η μόνη ξένη ανάμεσα σε Ρώσους. Η δεύτερη κατεύθυνση για τη σχόλη ήταν ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός. Μου είχε μιλήσει με τα καλύτερα λόγια για τη σχολή αυτή διότι ο ίδιος έχει σπουδάσει εκεί».
 
-Πώς ήταν αυτή η εμπειρία; Τι αποκόμισες σε σχέση με το θέατρο και τον εαυτό σου;
«Η Ρωσία και οι σπουδές μου στη χώρα αυτή, ήταν μια εμπειρία ζωής και όχι μόνο στο τρόπο που βλέπω το θέατρο αλλά γενικότερα στη ζωή… Με ωρίμασε! Είδα εξαιρετικές παραστάσεις… Η σπουδή που πήρα ήταν η καλύτερη που θα μπορούσε να πάρει κάποιος που θέλει ν’ ασχοληθεί με το θέατρο είτε ως ηθοποιός είτε ως σκηνοθέτης. Είναι μια σφαιρική σπουδή κατά την οποία ένας σκηνοθέτης παίρνει αρχικά  όλη την εκπαίδευση του ηθοποιού και έπειτα του σκηνοθέτη».
 
-Υπήρξαν φορές που σκέφτηκες να τα παρατήσεις και να φύγεις από τη Ρωσία;
«Ήταν δύσκολες και σκληρές οι συνθήκες. Είχα, όμως, παθιαστεί τόσο πολύ που ποτέ δε σκέφτηκα να φύγω. Με βοήθησαν παρά  πολύ οι συμμαθητές μου και οι καθηγητές μου».
 
-Δηλαδή βρήκες οικογενειακό κλίμα… Ο πατέρας σου, ο κ. Σπύρος Ευαγγελάτος ασκεί κριτική στις παραστάσεις σου;
«Ναι, όσο περνούν τα χρόνια. Στην αρχή δε μιλούσε πολύ, αλλά τον πιέζω να μου λέει την άποψη του. Είναι πάντα πολύ εποικοδομητική η κριτική του».
 
-Φαντάζομαι ότι ανήκεις στην κατηγορία των παιδιών που οι γονείς του δεν έφεραν αντιρρήσεις, όταν τους ανακοίνωσες ότι θ’ ασχοληθείς με το θέατρο;
«Όχι, δεν υπήρξαν αντιρρήσεις. Πέρασα από διαφορετικές φάσεις στη ζωή μου σχετικά με το εάν θέλω ν’ ασχοληθώ με το θέατρο ή όχι. Οι γονείς μου ήξεραν ότι τα πράγματα για μένα θα ήταν πιο δύσκολα εξ’ αιτίας της καχυποψίας του χώρου απέναντι σ’ ένα παιδί που έχει δυο γονείς καταξιωμένους. Ειδικά η μητέρα μου δεν ήθελε να ζήσω τέτοιες δυσκολίες, σκεπτόταν πως θα πορευθώ στο χώρο»…
 
-Ανάγκη να βρεθείς πάλι επί σκηνής ως ηθοποιός υπάρχει;
Έχω να παίξω από το 2003 που ήμουν στην πειραματική σκηνή του Εθνικού θεάτρου με τον Στάθη Λιβαθινό με μια εξαίρεση που σε μια performance που έπαιξα και σκηνοθέτησα ως καλεσμένη την Θερινής Ακαδημίας του Εθνικού το 2006. Ομολογώ ότι αυτή τη στιγμή είμαι παθιασμένη με τη σκηνοθεσία και δεν το σκέφτομαι, χωρίς όμως να το αποκλείω.
 
-Κάπου διάβασα ότι φέτος, παρά την οικονομική κρίση το θέατρο σημείωσε άνθιση. Που πιστεύεις ότι οφείλεται αυτή η άνθιση;
Αν όντως είναι αλήθεια αυτές οι εκτιμήσεις, νομίζω ότι αποτελούν ένα καλό σημάδι για το τι επιλέγει ο Έλληνας για να διασκεδάσει και το τι σημαίνει γι’ αυτόν ψυχαγωγία. Σε πολλές χώρες του εξωτερικού -και στην Αγγλία και στη Ρωσία που έχω ζήσει- το θέατρο είναι μέσα στη ζωή του μέσου ανθρώπου. Δεν είναι κάτι το εξαιρετικό το να πάει κάποιος στο θέατρο. Για τον Έλληνα, το θέατρο δεν είναι στην καθημερινότητα του ενώ το σινεμά είναι και αυτό είναι κρίμα.

(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «H Ημέρα» τον Μάιο του 2009)
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: