Μια μιζέρια ήρθε και καρφώθηκε πάνω μου.
Στη σχολή των κοινωνικών λειτουργών το λέγαμε «εκδήλωση καταθλιπτικών συμπτωμάτων». Να ξυπνάς το βράδυ και να μην ξέρεις εάν αξίζεις το επόμενο ξημέρωμα. Άχρηστος ή μαλάκας για όποια απόφαση. Και άφραγκος -αυτό μ’ ένοιαζε λιγότερο. Εκείνο που με πείραζε ήταν ο χρόνος που πέρναγε και δεν έκανα τίποτα.
Όπου και αν βρεθώ πρόσωπα διστάζουν για χαμόγελο. Δεν υπάρχει μιζέρια. Ούτε γκρίνια. Υπάρχει κάτι χειρότερο: η γνώση ότι οι επόμενες μέρες θα είναι χειρότερες. Και αυτό σε τρώει.
Αυτή τη στιγμή που γράφω είμαι στην Πάτρα. Γύρω από το τζάκι είναι οι θείες και η μάνα μου. Βλέπουν ένα σήριαλ και σε λίγο θα πιάσουν κουβέντα για τους αγαπημένους ήρωες. Ζουν για λίγο μέσα από τις ζωές των άλλων. Είναι ήρεμες. Ναι, τις ζηλεύω.
Επέστρεψα για λίγο και κοιμάμαι στο εφηβικό δωμάτιό μου. Αυτή η προσωρινή επιστροφή κουβαλάει μια ανάγκη. Αυτή της οικογένειας. Tης ασφάλειας. Οι Αθηναίοι φίλοι μου με κατηγορούν ότι είμαι μαμάκιας. Τους εξηγώ ότι θα γυρίσω στην πρωτεύουσα σε λίγες μέρες… και με νέο σπίτι και σε ωραία γειτονιά. Ήδη το έχω βρει.
Και εκεί που δεν την παλεύεις με την πάρτη σου και προσπαθείς να ξαναμάθεις τις συνήθειες των γονιών σου, ενστικτωδώς δίνεις χρόνο στους φίλους σου και σε όσους σ’ αγαπάνε. Μαθαίνεις από την αρχή να τους ακούς. Μπορεί να μην έχεις φράγκα αλλά έχεις φίλους. Μοιράζεσαι.
Και εκεί που νιώθω ότι είμαι μέσα στην τρελή κατάθλιψη, ανακαλύπτω ότι είμαι ερωτευμένος. Ένας καταθλιπτικός ερωτευμένος… Πλάκα έχει. Μοιράζεσαι.
«Οι άνθρωποι έλκονται με την ιδέα της κατάθλιψης. Γουστάρουν που όλοι τους ρωτάνε ‘‘τι σου συμβαίνει;’’ Γίνονται το επίκεντρο και κουβαλούν το ψέμα της αυτό- λύπησης» έλεγε ένας φίλος από το στρατό. Δίκιο έχει.
Και ενώ το παίζω καταθλιπτικός, διεκδικώ και μπαίνουν νέοι άνθρωποι στη ζωή μου. Νέοι συνεργάτες. Χαμογελάω. Και όλα αυτά με φόντο το Πατρινό Καρναβάλι.
Τα ξαδέρφια και τα αδέρφιά μου με «παρακαλάνε» να παίξω στα παιχνίδια του Κρυμμένου Θησαυρού. Να φτιάχνεις μουσικά όργανα, με ανακυκλώσιμα υλικά και να τραγουδάς μπροστά σε κόσμο... Να είναι 2 το πρωί, να κάνει ψοφόκρυο, να λύνουμε γρίφους και με το μηχανάκι- σαραβαλάκι να τρέχουμε να βρούμε δισκέτα, καρύδια, μπουζί και να καταλήγουμε 150 περίπου καρναβαλιστές να τρώμε ντοματόσουπα -κερασμένη από την καρναβαλική επιτροπή- σε μια ταβέρνα στην Κρήνη. Να βλέπεις ανθρώπους που ερωτεύονται για μια νύχτα στα Μπουρμπούλια…Μοιράζεσαι.
Και στα ξαφνικά το τηλέφωνο χτυπάει. Ο Χρήστος. «Θα παρουσιάσεις το καρναβάλι»; Μου λέει. «Τι λες ρε τρελέ; Δεν το έχω ξανακάνει. Δεν ξέρω»… Δε χρειάστηκα πολύ χρόνο για να πειστώ. Και να που έγινε. Και το χάρηκα.
Σημειώσεις
Αν θες να δεις τις παρελάσεις, μπες εδώ
Ο κόσμος είχε περισσότερο ανάγκη από ποτέ αυτή την αισιοδοξία που μοίρασε το καρναβάλι. Αλλαγή τοπίου. Για λίγο.
Φωτογραφία: Βασίλης Σπύρου
με την Πατρίσια Χωραίτη στη μεγάλη παρέλαση 26.2.2011 |
1 σχόλιο:
Μπραβο ρε Λαμπρο!! Ποσες αληθειες...;; Πραγματικα χαιρομαι γιατι εισαι ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΣ !!! Χαιρομαι που σε γνωρισα κ εισαι ΦΙΛΟΣ μου!! Κ εις ανωτερα σου ευχομαι ρε φιλε μεσα απο την καρδια μου !!!
Δημοσίευση σχολίου